Η Ε.Ε. δεν θα αφήσει μόνη την Κύπρο μετά τη λύση του Κυπριακού

Το μήνυμα ότι οι Κύπριοι πολίτες δεν θα μείνουν μόνοι τους την επομένη της λύσης του Κυπριακού και ότι η Ε.Ε. αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για ένα ευημερές και ένα λαμπρό μέλλον για όλους τους Κυπρίους, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής Κύπρου, στέλνει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, σε συνέντευξή του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ενόψει της επίσημης επίσκεψής του στην Κύπρο. Ο κ. Σουλτς θα φθάσει στην Κύπρο αύριο το βράδυ.

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είπε πως δεν έχει αμφιβολία πως, παρόλο που βρισκόμαστε κοντά σε μια διευθέτηση,  υπάρχει ακόμα δουλειά να γίνει και χρειάζεται να καταβληθούν προσπάθειες, ακόμη και μετά την επανένωση και επεσήμανε ότι “η διεθνής κοινότητα και η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμες να βοηθήσουν, όπου αυτό είναι επωφελές”.

Ερωτηθείς για το σκοπό της επίσκεψής του στην Κύπρο και τα θέματα που βρίσκονται στην ατζέντα των συναντήσεών τους στο νησί, ο κ. Σουλτς ανέφερε πως “οι Κύπριοι έχουν μπροστά τους ορισμένους κρίσιμους μήνες. Η πιθανότητα επανένωσης δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά. Δεν ήταν ποτέ τόσο απτή. Θα επισκεφθώ την Κύπρο για να δείξω τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία που έχει αναληφθεί και υποστηρίζεται δημόσια τόσο από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη όσο και από τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητες Μουσταφά Ακιντζί με τις αξιοσημείωτες προσπάθειες που κάνουν”.

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σημείωσε πως η διατήρηση του μομέντουμ είναι ουσιώδους σημασίας και πιστεύει πως εκτός από το να δέχονται την υποβοηθητική λεκτική υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας, οι Κύπριοι και οι ηγέτες τους μπορούν να ωφεληθούν από μια άμεση στήριξη επί του εδάφους.

Ανέφερε πως στο πλαίσιο αυτό θα επιδιώξει να εξετάσει με διάφορους παράγοντες με ποιο τρόπο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να βοηθήσει καλύτερα τη διαδικασία. Ερωτηθείς πώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αξιολογεί τις προσπάθειες για μια λύση στην Κύπρο και πώς βλέπει το ρόλο της Κύπρου στην ΕΕ μετά από μια λύση, ο κ. Σουλτς τόνισε πως οι προσπάθειες που γίνονται από όλες τις πλευρές για επίλυση του θέματος της διαίρεσης της Κύπρου δεν είναι τίποτε λιγότερο από αξιοσημείωτες και επεσήμανε ότι “η ταχύτητα και το βάθος των συνομιλιών είναι εντυπωσιακά”.

Σημείωσε πως βλέπει ότι θα υπάρξει ένας ανανεωμένος ρόλος για την Κύπρο μετά τη λύση, γιατί θα αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση στην ΕΕ που θα δείχνει ότι βαθιά ριζωμένες διχαστικές καταστάσεις μπορούν να υπερπηδηθούν μέσω της διπλωματίας, με υπομονή και επιμονή.

Σε μια εποχή κατά την οποία ο πολιτισμός του “εμείς” εναντίον “αυτών” επικρατεί ολοένα και περισσότερο, η Κύπρος μετά τη λύση μπορεί να παρέχει ένα αντίβαρο και μια αναγκαία ανάσα φρέσκου αέρα για τους Κύπριους, για την ΕΕ και για ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, σημείωσε.

Ερωτηθείς αν συμφωνεί με τη θέση πως το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ αποτελεί ικανοποιητική εγγύηση για την ασφάλεια της χώρας και του λαού της μετά τη λύση, ο κ. Σουλτς είπε πως ένας από τους λόγους που τα κυρίαρχα κράτη έχουν επιλέξει να ενταχθούν στην ΕΕ είναι ότι η ειρήνη και η σταθερότητα της κάθε χώρας εξυπηρετούνται καλύτερα εντός της ΕΕ και υπέδειξε ότι “δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο γιατί αυτό να μην ισχύει επίσης για μια επανενωμένη Κύπρο”.

Ερωτηθείς με ποιους τρόπους μπορεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να υποστηρίξει τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού, ο κ. Σουλτς ανέφερε πως με την επίσκεψή του στην Κύπρο επιθυμεί να μεταφέρει στους Κύπριους πολίτες ένα μήνυμα ελπίδας εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υπογράμμισε ότι “ένα πολιτικό μήνυμα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι οι Κύπριοι πολίτες δεν θα αφεθούν μόνοι τους την επομένη της επανένωσης και ότι η ΕΕ αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για ένα ευημερές και ένα λαμπρό μέλλον για όλους τους Κυπρίους, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής Κύπρου”.

Ο κ. Σουλτς κατέληξε λέγοντας πως δεν έχει αμφιβολία πως, “παρόλο που μια διευθέτηση  βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, υπάρχει ακόμα δουλειά να γίνει και χρειάζεται να καταβληθούν προσπάθειες, ακόμη και μετά την επανένωση. Η διεθνής κοινότητα και η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμες να βοηθήσουν, όπου αυτό είναι επωφελές”.