«Χωρίς τα ΜΜΕ δεν θα είχαμε τόσες έκτακτες Συνόδους Κορυφής για την Ελλάδα, κατά τις οποίες αποφασίζονται πολύ λιγότερα σε σχέση με τη σημασία που τους αποδίδουν τα μέσα ενημέρωσης». Αυτό υποστηρίζει σε συνέντευξή του στη DW ο Γερμανός καθηγητής κοινωνιολογίας και επικοινωνίας Χανς Ματίας Κέπλινγκερ από το Πανεπιστήμιο του Μάιντς, ο οποίος εστιάζει στη σχέση των ΜΜΕ και κοινωνίας, ενώ παρακολουθεί με ενδιαφέρον και τις αποτυπώσεις της ελληνικής κρίσης στον τύπο. Σύμφωνα με τον Γερμανό καθηγητή «το γερμανικό κοινό δεν θα ενδιαφερόταν καν για τον Ελληνα Αλέξη Τσίπρα ή τον Γιάνη Βαρουφάκη εάν δεν υπήρχαν τα μίντια και δεν θα υπήρχε όλη αυτή η αρνητική εικόνα για την Ελλάδα που κυριάρχησε ανά την Ευρώπη. Και για να είμαι σαφής. Τα ΜΜΕ δεν είναι η μοναδική αιτία αυτών των φαινομένων, ωστόσο συμβάλουν στη διατήρησή τους».
Στην τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων Ελλάδας – δανειστών παρατηρήθηκε έντονα το φαινόμενο της λεπτό προς λεπτό κάλυψης των όσων συνέβαιναν στις αίθουσες των Βρυξελλών από όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα. Πόσο αντικειμενικός ήταν όλος αυτός ο καταιγισμός πληροφόρησης και σε τι αποσκοπούσε; «Η δημοσιογραφική καταγραφή της πραγματικότητας δεν είναι ανεξάρτητη. Είναι άμεση απόρροια των καταγραφών για την Ελλάδα που έχουν ήδη γίνει στο παρελθόν από τον τύπο και με τη σειρά της επηρεάζει και τις μελλοντικές καταγραφές». Ο Χανς Ματίας Κέπλινγκερ εκτιμά ότι η δημοσιογραφική δουλειά εκτείνεται πέρα από την απλή καταγραφή, ενώ συχνά συμβάλει στη διαμόρφωση πολιτικής ατζέντας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι συμβάλει και στην επίλυση των προβλημάτων. Αυτό έγινε φανερό στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης. «Η ουσία της ελληνικής κρίσης, καθώς και μια ευρεία γκάμα ζητημάτων χρηματοοικονομικής φύσης αναφορικά με την αναδόμηση του ελληνικού κράτους και το μέλλον της ευρωζώνης, δεν αναμένεται να αλλάξει στα επόμενα χρόνια, και φυσικά όχι μέσω του τύπου».
Σύμφωνα με τον Γερμανό καθηγητή το τι είναι σημαντικό και τι όχι είναι υποκειμενικό. «Όσο περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι κάτι είναι σημαντικό, τόσο αυτό θεωρείται σημαντικό. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Ελλάδας. Όταν κάτι παρουσιάζεται ως ‘έκτακτη’ επικαιρότητα λίγοι είναι εκείνοι που κατανοούν ότι ο χαρακτηρισμός ‘έκτακτος’ είναι αποτέλεσμα υποκειμενικής αποτίμησης. Συχνά μάλιστα οι δημοσιογράφοι, έχουν την τάση να «μιμούνται» ο ένας τον άλλον καταλήγοντας στην αναπαραγωγή κλισέ και στερεοτύπων. «Προκειμένου να μειώσουμε την πολυπλοκότητα σύνθετων ζητημάτων συχνά χρειαζόμαστε στερεότυπα και άλλων σχημάτων που γίνονται εύκολα αντιληπτά. Από τη στιγμή που τα στερεότυπα διαδίδονται και γίνονται ευρέως αποδεκτά, ο ανθρώπινος νους αρχίζει να αντιγράφει όλα αυτά τα δεδομένα, τα οποία θεωρεί και αληθή, χωρίς να χρειάζεται αντικειμενική επαλήθευση», αναφέρει ο Χανς Ματίας Κέπλινγκερ.
Τέλος ο Γερμανός ειδικός αναφέρει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο κυρίαρχος Tύπος σε κάθε χώρα αναπαρήγαγε την ελληνική κρίση διέφερε ανάλογα με τους σκοπούς που ήθελε να εξυπηρετήσει. Σύμφωνα με έρευνά του σε εφημερίδες 10 ευρωπαϊκών χωρών παρατηρούνται διαφοροποιήσεις. Ο γερμανικός τύπος, για παράδειγμα, εστίασε στον εντοπισμό των εσωτερικών παθογενειών και κρατικών δυσλειτουργιών του οδήγησαν στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους. Αντίθετα ο βρετανικός τύπος απέδωσε την βασική αιτία της κρίσης στις δομικές δυσλειτουργίες που απορρέουν από τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές συνθήκες αναφορικά με την εισαγωγή του ευρώ. Το ίδιο δηλαδή φαινόμενο αναλύθηκε διαφορετικά σε Γερμανία και Μ. Βρετανία, γεγονός που οδήγησε κατά συνέπεια και σε διαφορετικές εκτιμήσεις για το ποια οδός πρέπει να ακολουθηθεί για την επίλυση της κρίσης.
Πηγή: DW