Για να είμαστε δίκαιοι: η επανέναρξη του θεσμού της Ώρας του Πρωθυπουργού μετά από τουλάχιστον δύο χρόνια, κάθε Παρασκευή πρωί, είναι μια θετική εξέλιξη. Το να βρίσκεται ο αρχηγός της κυβέρνησης ενώπιον των βουλευτών, απαντώντας σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, εκτιθέμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο στην κρίση των πολιτών κάνει καλό στη δημοκρατία, κάνει καλό στο δημόσιο διάλογο, κάνει καλό στους πολίτες. Θεωρώ μάλιστα ότι δεν ωφέλησε την κυβέρνηση Σαμαρά η πρακτική του να απομονώνεται από τη Βουλή και να μην απαντά στην κριτική, στο πλαίσιο των διαδικασιών του κοινοβουλίου.
Αν σας ενδιαφέρει, μπορείτε να παρακολουθείτε κι εσείς live διαδικτυακά τη σχετική διαδικασία στο κανάλι της Βουλής κάθε Παρασκευή πρωί. Άλλωστε η τεχνολογία -όταν αξιοποιείται- μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να γίνουμε σοβαρότεροι πολίτες, να παίρνουμε πιο στοιχειοθετημένες αποφάσεις (καλό παράδειγμα η πλατφόρμα.
Στην ουσία τώρα: στον Αλέξη Τσίπρα τέθηκαν επίκαιρες ερωτήσεις από τον επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρο Θεοδωράκη, τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο των ΑΝΕΛ Νίκο Νικολόπουλο, και τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο. Ο πρωθυπουργός δέχθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μόνο των πρώτων δύο. Εμείς θα σταθούμε στις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις του Σταύρου Θεοδωράκη, καθώς ήταν κατά τη γνώμη μας επιεικώς ανεπαρκείς. Βασιζόμενος σε μια ομιλία”προκάτ”, ο πρωθυπουργός απάντησε ως επί το πλείστον στις ερωτήσεις που θα ήθελε να του έχει θέσει ο επικεφαλής του Ποταμιού, όχι σε αυτές που του έθεσε στην πραγματικότητα.
Ποιες ήταν οι πιο σημαντικές εξ αυτών; Η ερώτηση αν η ανάγκη των μαθητών στα πειραματικά σχολεία να ξεχωρίσουν είναι “κόντρα στη λογική της πολιτείας”, αν τα ξενόγλωσσα τμήματα προπτυχιακών θα καταργηθούν, αλλά και πώς απαντά ο πρωθυπουργός στην κριτική ότι επαναφέρει το πελατειακό κράτος με τους κομματικούς διορισμούς περιφερειακών διευθυντών. Τα ερωτήματα αυτά, έμειναν δυστυχώς ως επί το πλείστον αναπάντητα.