Στο 11,1% διαμορφώνεται σήμερα Δευτέρα (30/03) η απόδοση του 10ετους ελληνικού ομολόγου με τη διαφορά απόδοσης έναντι του γερμανικού ομολόγου αναφοράς να διαμορφώνεται στις 1.089 μονάδες βάσης. Βασικό χαρακτηριστικό του Μαρτίου ήταν ότι, λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι αποδόσεις κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ με χαμηλότερη διαβάθμιση υποχώρησαν, αλλά σημείωσαν μεγαλύτερη μεταβλητότητα, η οποία συνδέεται με την αβεβαιότητα που περιβάλλει τη συνέχιση της πρόσβασης της Ελλάδος στην οικονομική στήριξη.
Βεβαίως αυτή η καταγραφή δεν ισχύει για την Ελλάδα. Ειδικότερα, οι διαφορές αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών δεκαετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν περίπου κατά 250 μονάδες βάσης από τις αρχές Δεκεμβρίου 2014 μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2015, ενώ οι αντίστοιχες διαφορές αποδόσεων μεταξύ των γερμανικών κρατικών ομολόγων και των ομολόγων άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ παρέμειναν σταθερές ή υποχώρησαν.
Είναι χαρακτηριστικό πως η απόδοση του 10ετους ελληνικού ομολόγου από 9,4% την 1η Μαρτίου ανήλθε στις 30 Μαρτίου στο 11,1%. Η αβεβαιότητα στην αγορά ομολόγων της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε κάπως, όπως δείχνει η ελαφρά αύξηση της τεκμαρτής μεταβλητότητας που προκύπτει από τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαιρέσεως. Αυτό μπορεί να αντανακλά την αβεβαιότητα σχετικά με το αν θα συνεχίσει η Ελλάδα να έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση, καθώς και κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ από τις αρχές Δεκεμβρίου 2014 μέχρι σήμερα οι μειώσεις των αποδόσεων έτειναν να είναι εντονότερες για τα κρατικά ομόλογα με χαμηλότερη διαβάθμιση από ό,τι για τα ομόλογα με υψηλότερη διαβάθμιση, αντανακλώντας εν μέρει την αυξημένη αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων λόγω των χαμηλών – και μειούμενων – αποδόσεων.
Το Μάρτιο η αποσύνδεση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ και των ΗΠΑ συνεχίστηκε. Η διαφορά αποδόσεων μεταξύ των ομολόγων με διαβάθμιση ΑΑΑ των ΗΠΑ και της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε μεταξύ αρχών Δεκεμβρίου 2014 και τέλος Μαρτίου 2015 και διαμορφώθηκε σε 180 μονάδες βάσης περίπου στις αρχές Μαρτίου.
Η διαφορά αυτή άρχισε να διευρύνεται στα μέσα 2013 και έκτοτε η τάση αποσύνδεσης συνεχίστηκε, ενώ η διαφορά αποδόσεων πρόσφατε έφθασε στο ανώτατο σημείο που έχει καταγραφεί από τη στιγμή που ξεκίνησε η σειρά δεδομένων τον Σεπτέμβριο 2004. Αυτή η απόκλιση των αποδόσεων συνάδει με την ολοένα και πιο διαδεδομένη άποψη στην αγορά ότι οι δύο οικονομίες βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις στον οικονομικό κύκλο και με τις προσδοκίες της αγοράς σχετικά με τη μελλοντική νομισματική πολιτική στις δύο περιοχές.