Απάντηση του ECOFIN σε ερώτηση του Παπαδημούλη για το PSI

Καμία συζήτηση, αξιολόγηση ή έκθεση από οικονομικό θεσμό για τη διαδικασία και τις επιπτώσεις του ελληνικού PSI δεν έχει γίνει, μέχρι στιγμής, σύμφωνα με απάντηση που απέστειλε το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN) σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη.

Συγκεκριμένα, ο Δ. Παπαδημούλης στην ερώτησή του έθετε το θέμα της αξιολόγησης του ελληνικού PSI και της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας (Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης), στην οποία παρουσιάζεται «συγκεκριμένη οικονομική ανάλυση για τις επιπτώσεις και το καθαρό αποτέλεσμα του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, τόσο με το PSI (Φεβρουάριος 2012), όσο και με τη συμφωνία επαναγοράς ομολόγων (Δεκέμβριος 2012)».

Στη συνέχεια της ερώτησής του, ο Έλληνας Ευρωβουλευτής, αφού σημειώνει ότι η «Τράπεζα της Ελλάδας υπολογίζει ότι το καθαρό αποτέλεσμα του κουρέματος των 137,9 δισ. ευρώ μετά τον συνυπολογισμό των επιπτώσεων της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, της απομείωσης της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων κ.ά., ανέρχεται σε μόλις 51,2 δισ. ευρώ», ρωτά το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN) να σχολιάσει την εν λόγω έρευνα, καθώς επίσης, εάν «υπάρχουν ανάλογες εκτιμήσεις από θεσμούς της Ε.Ε. και, αν ναι, ποιες είναι αυτές».

Στην απάντηση που απέστειλε το Συμβούλιο στις 26 Ιανουαρίου, μία ημέρα μετά τις ελληνικές εκλογές, σημειώνει ότι ουδέποτε συζητήθηκε η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για την οικονομική ανάλυση των επιπτώσεων του PSI και τονίζει ότι δεν έχει επίγνωση «τυχόν εκθέσεων με παρόμοια στοιχεία που να έχουν δημοσιοποιηθεί από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε.».

Τέλος, απαντώντας σε ερώτημα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τις πιθανές λύσεις του, το Συμβούλιο περιορίζεται στο να επαναλάβει την απόφαση του Eurogroup στις 5 Μαΐου 2014, στην οποία «τα κράτη μέλη που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους για την παροχή της δέουσας στήριξης έως ότου η Ελλάδα ανακτήσει πλήρη πρόσβαση στις αγορές, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα συμμορφωθεί πλήρως με τις απαιτήσεις και τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής».