Τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με την πανδημία του κορωνοϊού, καλείται να αντιμετωπίσει το τραπεζικό σύστημα ούτως ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιοποιήθηκε σήμερα 16 Ιουλίου, προβλέπει στο αμέσως προσεχές διάστημα αύξηση των κόκκινων δανείων, γεγονός που καθιστά την μείωση τους άμεση προτεραιότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η τράπεζα, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο τέλος Μαρτίου 2020 στα 60,9 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, ποσό που αντιστοιχεί στο 37,3% του συνόλου των χορηγήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η ΤτΕ με την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα λόγω χαμηλής κερδοφορίας για τη δημιουργία κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της σχέσης της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC) έναντι του Δημοσίου ως ποσοστό των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες, τόσο από τις τράπεζες, όσο και από την Πολιτεία.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι από το 37,3 % που βρίσκονται σήμερα τα κόκκινα δάνεια, στην καλύτερη περίπτωση θα μειωθούν με τα υφιστάμενα εργαλεία (πωλήσεις δανείων, τιτλοποιήσεις, ΗΡΑΚΛΗΣ) στο 25% περίπου, ποσοστό που εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο και πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού – SSM (2,7% και 3,2% αντίστοιχα με στοιχεία του Δεκεμβρίου 2019).
Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η επίπτωση στο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών από τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών τιτλοποίησης θα ανέλθει κατά μέσο όρο σε τρεις μονάδες. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ.
Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από τη λεγόμενη αναβαλόμενη φορολόγια, περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο αναβαλλόμενος φόρος από το 54% των ιδίων κεφαλαίων που αντιπροσωπεύει σήμερα στα επόμενα 4 τρίμηνα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.
Η πρόταση για «κακή τράπεζα» (bad bank)
Για όλους τους παραπάνω λόγους η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος επεξεργάζεται συγκεκριμένη πρόταση υλοποίησης ενός σχήματος συνολικής διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC) των ελληνικών τραπεζών (bad bank).
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της βάσει της πρότασης όχι μόνο δεν ανατρέπονται αλλά αντίθετα αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ.
Επιπλέον, ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης.
Τέλος, ταυτόχρονα κρίνεται απαραίτητη η αναμόρφωση του πλαισίου εξυγίανσης ιδιωτικού χρέους.