Υπό τον τίτλο «Ελλάδα: δεν έχει ακόμη επιτευχθεί συμφωνία για την εποχή μετά το τέλος του προγράμματος», η γερμανική κεντρική τράπεζα αναφέρεται, στο μηνιαίο δελτίο της, στην κατάσταση όσον αφορά το ελληνικό πρόγραμμα και την προοπτική ολοκλήρωσής του τον Αύγουστο αλλά και το χρέος.
Η Bundesbank επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα υπερβαίνει κατά πολύ τους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος και εκτιμά ότι πλεονάσματα ύψους 3,1% του ΑΕΠ θα πρέπει να θεωρούνται -και μακροπρόθεσμα- εύλογα, επομένως «δεν είναι επιτακτικώς απαραίτητο να ληφθούν σύντομα πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους». Προειδοποιεί ακόμη για τον κίνδυνο ενδεχόμενη εκτεταμένη προστασία από τις αντιδράσεις των αγορών να οδηγήσει σε απώλεια της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων.
Στο κείμενο υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Για την αξιολόγηση της δημοσιονομικής ανάπτυξης, πρέπει λοιπόν να ληφθούν υπόψη όχι μόνο οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες, αλλά και οι στόχοι του προγράμματος βοήθειας.
«Ο συμφωνηθείς δημοσιονομικός στόχος του 2017 για πρωτογενές πλεόνασμα έχει ξεπεραστεί σημαντικά (ήταν 4%, ενώ ο στόχος ήταν 1,75% του ΑΕΠ). Σε αυτό έχουν συμβάλει επίσης προσωρινοί παράγοντες και χαμηλότερες του προβλεπόμενου επενδυτικές δαπάνες. Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι «ανακουφιστικοί» παράγοντες δεν θα επαναληφθούν τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα επιτευχθεί το συμφωνηθέν πρωτογενές πλεόνασμα τόσο το 2018 όσο και το 2019 (3,5% του ΑΕΠ). Σε αυτό θα πρέπει να έχει σημαντική συμβολή μια οικονομική ανάπτυξη με μείωση της ελλιπούς αξιοποίησης, ενώ αναμένεται ταυτόχρονα μια διαρθρωτική χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής».
Προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς η τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, η Ελλάδα πρέπει ακόμη να εφαρμόσει πολυάριθμα προαπαιτούμενα μέτρα, τονίζει η Bundesbank και επισημαίνει ότι από το τέλος του Αυγούστου του 2018 η Ελλάδα θα εξαρτάται και πάλι από την χρηματοδότηση των χρηματαγορών, «το οποίο σημαίνει ότι οι ιδιώτες πιστωτές πρέπει να έχουν πειστεί για την φερεγγυότητα και την βούλησή της να πληρώσει». Επειδή αυτό, όπως αναφέρεται, «μερικές φορές δεν θεωρείται βέβαιο», κρίνεται αναγκαία για ένα μεταβατικό διάστημα μετά το τέλος του προγράμματος μια επιπλέον προστασία. «Για παράδειγμα, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος τάσσονται υπέρ μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ΕΜΣ για την Ελλάδα. Αυτή θα μπορούσε κατ’ αρχήν να χορηγηθεί» μετά την ολοκλήρωση «του κύκλου λήψης των αποφάσεων και με την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων», εξηγούν οι συντάκτες του δελτίου της Μπούντεσμπανκ και σημειώνουν ότι, αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι στοχεύει μεταξύ άλλων στην δημιουργία ενός αποθεματικού ασφαλείας ρευστού με πόρους από το τρέχον πρόγραμμα βοήθειας. Με αυτό, διευκρινίζεται, η Ελλάδα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί προσωρινά χωρίς να προσφύγει στις αγορές.
«Αποφασιστικής σημασίας για την περαιτέρω εξέλιξη της Ελλάδας και της ικανότητάς της να χρηματοδοτείται από τις αγορές θα είναι το να μπορεί να αναμένεται μακροπρόθεσμα μια σταθερή δημοσιονομική και οικονομικοπολιτική πορεία», συνεχίζει η έκθεση και υπενθυμίζει ότι κατά το παρελθόν δημιουργήθηκαν σημαντικές δυσκολίες και χρειάστηκε να ασκηθεί πίεση, μέσω της υπό όρους εκταμίευσης περαιτέρω δόσεων της δανειακής βοήθειας. «Μια εκτεταμένη προστασία από τις αντιδράσεις των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος θα μπορούσε να αποδυναμώσει το μομέντουμ περαιτέρω μεταρρυθμίσεων», σημειώνεται.
Στο κείμενο επισημαίνεται ακόμη ότι η απόφαση για το ποια θα είναι η πορεία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος αναμένεται στο τέλος Ιουνίου, ενώ θα πρέπει επίσης να αποφασιστεί εάν θα υπάρξουν επιπλέον μεταφορές με μορφή ελαφρύνσεων του χρέους προκειμένου να διευκολυνθεί η κατά το δυνατόν αυτόνομη χρηματοδότηση στις αγορές. Το Eurogroup είχε εξετάσει τον Μάιο του 2016 διάφορα βήματα για περαιτέρω ελαφρύνσεις χρέους κυρίως μέσω επιμήκυνσης του χρόνου ωρίμανσης των δανείων και μείωσης των επιτοκίων. Μέχρι το τέλος του 2017, έχουν για αυτό ήδη εφαρμοστεί μέτρα τα οποία, κατά υπολογισμούς του ΕΜΣ, θα μειώσουν τον δείκτη χρέους της Ελλάδας κατά 25 μονάδες μέχρι το 2060, αναφέρεται και σημειώνεται ότι σύμφωνα με αναλύσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, «τα ελληνικά δημοσιονομικά είναι βιώσιμα, εφόσον διατηρηθεί για μεγαλύτερο διάστημα ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ».
Στην αρχή των προγραμμάτων βοήθειας συμφωνήθηκαν ακόμη πιο φιλόδοξες τιμές. Στο μεταξύ όμως, ακόμη και αυτή η χαμηλότερη τιμή απαιτείται μόνο μέχρι το 2022. Στην περίπτωση χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, διευκρινίζεται, θεωρούνται επίσης αναγκαίες σημαντικές επιμηκύνσεις των μέχρι τώρα για πάνω από 30 χρόνια κατ’ επανάληψη επιμηκυνθεισών προθεσμιών και επιπλέον αναβολές πληρωμών τόκων. «Μόνο έτσι δεν θα ξεπεραστεί το θεωρούμενο ως βιώσιμο όριο για την ακαθάριστη χρηματοδοτική ανάγκη», τονίζεται στην έκθεση της Bundesbank, ενώ αναφέρεται ότι συζητείται επιπλέον ένας μηχανισμός διευκόλυνσης ο οποίος θα συνδέει την αποπληρωμή των δανείων με την εξέλιξη του ΑΕΠ.
Κατά την τρέχουσα πρόβλεψη της Επιτροπής, η Ελλάδα θα έχει το 2019 διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 5,1%. «Για να συνεχίσει να καταγράφεται υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για μεγαλύτερο διάστημα δεν είναι απαραίτητα περαιτέρω περιοριστικά κίνητρα και τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,1% του ΑΕΠ είναι εύλογα επίσης μακροπρόθεσμα» εξηγεί η γερμανική κεντρική τράπεζα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν είναι, επομένως, επιτακτικώς απαραίτητο να ληφθούν σύντομα πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους».