Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένουν οι αγορές αλλά και οι επενδυτές το πλαίσιο και τους όρους του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που αναμένεται να παρουσιάσει την Πέμπτη, 22 Ιανουαρίου, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αυτού, δεν βρίσκεται μόνο το τι μέλλει γενέσθαι με τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία το γερμανικό περιοδικό Spiegel υποστηρίζει ότι θα εξαιρεθούν από το πρόγραμμα, τουλάχιστον μέχρις ότου ξεκαθαριστεί αν η Ελλάδα θα παραμείνει σε Πρόγραμμα ή όχι, μια προϋπόθεση που, σε ανύποπτο χρόνο, ο Ντράγκι είχε θέσει, προκειμένου η Αθήνα να συνεχίσει να απολαμβάνει αυτού του είδους στήριξης από την ΕΚΤ.
Αν κάτι φαίνεται να απασχολεί τις αγορές είναι από την μία το αν τελικά θα επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που έχουν, μέχρι σήμερα, διαρρεύσει, σύμφωνα με τις οποίες το τελικό μέγεθος του προγράμματος δεν θα είναι ιδιαίτερα μεγάλο (δηλαδή εκτιμάται ότι δεν θα ξεπερνά σε σύνολο τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ), δηλαδή με άλλα λόγια δεν θα είναι ανοιχτού τύπου, και κατά δεύτερο, και κυριότερο για αρκετούς, το αν θα επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που αναφέρουν ότι οι αγορές ομολόγων θα πραγματοποιούνται από την ίδια την κεντρική της τράπεζα και θα έχουν ανώτατο όριο το 20% με 25% του κρατικού της χρέους.
Όπως δήλωνε χαρακτηριστικά το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Κλάας Κνοτ, επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας, στο Der Spiegel «αν κάθε κεντρική τράπεζα αγόραζε μόνο τους τίτλους της χώρας της, αυτό θα μείωνε τον κίνδυνο να γίνει μια ανεπιθύμητη αναδιανομή των οικονομικών κινδύνων».
Το δεύτερο αυτό σκέλος των πληροφοριών που έχουν διαρρεύσει, δηλαδή το ότι ουσιαστικά η κεντρική τράπεζα της κάθε χώρας θα προχωρά σε αγορά ομολόγων της χώρας, είναι το σημείο εκείνο που κατά πολλούς οικονομικούς αναλυτές αποτελεί σοβαρή καμπή στην οικονομική πορεία της Ευρωζώνης και συνολικά της ΟΝΕ.
Η εκτίμηση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι μια ενδεχόμενη απόφαση αγοράς κρατικών ομολόγων από τις ίδιες τις κεντρικές τράπεζες των χωρών μελών της Ευρωζώνης, οι οποίες με τον τρόπο αυτό θα αναλαμβάνουν και το όποιο σχετικό ρίσκο, θα εκληφθεί ως βήμα υποχώρησης απέναντι στο στόχο της κοινής ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής από την πλειονότητα των επενδυτών και των αγορών.
Με τον τρόπο αυτό μπορεί να καθησυχάζονται, όπως επισημαίνουν αναλυτές, οι φόβοι του Βερολίνου ότι θα χρειαστεί να επωμιστεί το βάρος μιας ενδεχόμενης χρεωκοπίας μίας χώρας (έχει ενδιαφέρον ότι στις αναλύσεις αυτές ως παράδειγμα δεν αναφέρεται η Ελλάδα αλλά η Ιταλία, το μέγεθος της οικονομίας της οποίας δεν είναι διόλου αμελητέο) αλλά ταυτόχρονα πλήττεται θεμελιωδώς η έννοια της κοινής ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής, στο όνομα της οποίας έχουν ληφθεί και μια σειρά από επώδυνα μέτρα σε μια σειρά από χώρες.
Όπως εκτιμά ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου, Γερμανός οικονομικός αναλυτής στους Financial Times, αν τελικά επιλεγεί η λύση της «εθνικοποίησης» του ρίσκου, οι συνέπειες δεν θα εμφανιστούν αμέσως αλλά σε βάθος χρόνου και ουδείς μπορεί μετά βεβαιότητας να πει ποιές θα είναι αυτές, αν και συμμερίζεται την άποψη ότι με τον τρόπο αυτό «πλήττεται» η κοινή ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική και υποσκάπτεται οποιαδήποτε πρόνοια απορρέει από αυτήν.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει, μια τέτοιου είδους επιλογή στο πρόγραμμα που θα ανακοινώσει ο Μάριο Ντράγκι αποτελεί σαφής υποχώρηση από τις διαβεβαιώσεις ότι η ΕΚΤ «θα κάνει τα πάντα» για να επαναφέρει τον πληθωρισμό εντός στόχου στην Ευρωζώνη, κάτι που προφανέστατα καθιστά ακόμη πιο αβέβαιη κάθε διαβεβαίωση περί αντιμετώπισης του αποπληθωρισμού, αλλά ταυτόχρονα υποσκάπτει και τον ίδιο το ρόλο της ΕΚΤ σε μια περίοδο που η οικονομία της Ευρωζώνης, σημειώνει ο αναλυτές, είναι προφανές ότι νοσεί συνολικά.