Στη χρήση «πλαστικού χρήματος» οφείλεται η αύξηση των εσόδων του ΦΠΑ και προφανώς της αύξησης της εισπραξιμότητάς του, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας. Μάλιστα, οι αναλυτές θεωρούν ότι αύξηση στο μερίδιο της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης που πραγματοποιείται μέσω «πλαστικού χρήματος» κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, οδηγεί σε αύξηση των εσόδων ΦΠΑ κατά περίπου 1% το πρώτο έτος, η οποία μακροπρόθεσμα μπορεί να ανέλθει έως περίπου 6%.
Αντίθετα, οι πρόσφατες αυξήσεις στους συντελεστές ΦΠΑ εκτιμάται από την ΤτΕ ότι ασκούν αρνητική επίδραση στα έσοδα του ΦΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η χορήγηση κινήτρων για περαιτέρω διεύρυνση της χρήσης του «πλαστικού χρήματος» και η επαναφορά των φορολογικών συντελεστών ΦΠΑ σε χαμηλότερα επίπεδα.
Οπως τονίζεται στην έκθεση, η επιβολή περιορισμών στην ανάληψη μετρητών τον Ιούλιο του 2015 συνοδεύθηκε από ραγδαία αύξηση στη χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών. Συγκεκριμένα, το δεύτερο εξάμηνο του 2015 το μερίδιο της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης που πραγματοποιήθηκε μέσω «πλαστικού χρήματος» διπλασιάστηκε σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2014 και ανήλθε σε 9,4% (υψηλότερη τιμή που είχε καταγραφεί ιστορικά). Η αυξανόμενη χρήση «πλαστικού χρήματος» συνεχίστηκε και το 2016 και ανήλθε κατά το πρώτο εξάμηνο στο 11,1% της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Οπως σημειώνουν οι μελετητές, που επικαλείται σε δημοσίευμά της η “Καθημερινή” η αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ δεν οφείλεται στην αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης (παρέμεινε αμετάβλητη) ούτε και στην αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ. Επί της ουσίας αυτό που συνέβη είναι ότι εντάχθηκε «μαύρο χρήμα» στην επίσημη οικονομία. Μάλιστα, στην έκθεση τονίζεται ότι οι σημαντικές αυξήσεις στα έσοδα ΦΠΑ σημειώθηκαν ενώ ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ παρέμενε αμετάβλητος μέχρι τον Ιούνιο του 2016. Συνεπώς, η έντονα αυξητική πορεία των εσόδων ΦΠΑ από το τέλος του 2015 υποδηλώνει τη θετική επίδραση παραγόντων άλλων από τη φορολογική βάση και τους φορολογικούς συντελεστές, επισημαίνει η ΤτΕ.
Στον βαθμό που η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία ευνοούνται από τη χρήση μετρητών, η επιβολή περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και η επακόλουθη αύξηση της χρήσης πιστωτικών και χρεωστικών καρτών ενδέχεται να έχουν περιορίσει το περιθώριο της φοροδιαφυγής, βελτιώνοντας την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση αλλά και η περαιτέρω διεύρυνση της χρήσης «πλαστικού χρήματος» και μετά την άρση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών, κρίνεται σκόπιμη από την ΤτΕ η θέσπιση ισχυρών κινήτρων.