Ανάμεσα στο 6% και το 9% του ΑΕΠ κυμαίνεται η συνολική έκταση της φοροδιαφυγής στη χώρα μας, σύμφωνα με ανάλυση της ΕΥ, στο πλαίσιο μελέτης για λογαριασμό της ΔιαΝΕΟσις.
Ο Στέφανος Μήτσιος, επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της ΕΥ Ελλάδος, παρουσίασε κρίσιμες πτυχές και πιθανές λύσεις για το φαινόμενο της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα κατά το 8ο Tax Forum, που οργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Θεσσαλονίκη.
Όπως σημείωσε ο ίδιος, «είναι προφανές ότι, στο βαθμό που το πρόβλημα της φοροδιαφυγής δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, τα δημοσιονομικά κενά θα συνεχίσουν να καλύπτονται με αύξηση της φορολογίας, εντείνοντας την ύφεση. Η φοροδιαφυγή είναι άμεσα συνυφασμένη με την υπερφορολόγηση και την ανισοκατανομή του φορολογικού βάρους».
Πιο αναλυτικά, τα διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή των φυσικών προσώπων εκτιμώνται σε 1,9-4,7% του ΑΕΠ ετησίως, ενώ τα διαφυγόντα έσοδα από ΦΠΑ, υποθέτοντας ότι το έλλειμμα ΦΠΑ αφορά στο σύνολό του φοροδιαφυγή, ανέρχονται σε 3,5% του ΑΕΠ. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των επιχειρήσεων, τα οποία υπολογίζονται γύρω στο 0,06-0,15% του ΑΕΠ, καθώς και οι απώλειες από το λαθρεμπόριο ποτών, τσιγάρων και καυσίμων το οποίο φθάνει περίπου σε 0,45% του ΑΕΠ.
Οι 7 βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα:
i. Η πολυνομία και η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος.
ii. Η συνεπακόλουθη ανασφάλεια δικαίου φορολογούμενων και υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης.
iii. Η συνεχιζόμενη αύξηση των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, αλλά και του φόρου εισοδήματος, τόσο των φυσικών, όσο και των νομικών προσώπων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 2014 ο λόγος φόρων προς ΑΕΠ αυξήθηκε από 34,4% σε 35,9%.
iv. Η διαχρονική ανυπαρξία πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
v. Η τεχνολογική ανεπάρκεια και η αδυναμία αξιοποίησης των δυνατοτήτων της νέας τεχνολογίας. Χαρακτηριστική είναι η δραματική καθυστέρηση της μηχανογράφησης της φορολογικής διοίκησης και η αδυναμία διασύνδεσης πληροφοριακών συστημάτων και βάσεων δεδομένων.
vi. Η γραφειοκρατία, και, ειδικότερα, η διασπορά αρμοδιοτήτων, η υποστελέχωση υπηρεσιών, η ελλιπής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και η έλλειψη κινήτρων για την επίτευξη στόχων.
vii. Διαρθρωτικές στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και, ειδικότερα, το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), καθώς και το ποσοστό των απασχολούμενων σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (59% σε επιχειρήσεις 0-9 ατόμων, έναντι 29% μέσου όρου της ΕΕ).
Η φορολογική κουλτούρα.
«Παρά την αύξηση των περισσότερων φορολογικών συντελεστών, τα δημόσια έσοδα στη χώρα μας έχουν μειωθεί από το 2010 κατά 12%, με τη μεγαλύτερη μείωση να προέρχεται από τους έμμεσους φόρους», τόνισε ο κ. Μήτσιος. «Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από τους άμεσους φόρους παρέμειναν σχεδόν σταθερά μόνο χάρη στην επιβολή νέων φόρων, όπως ο ΕΝΦΙΑ και η εισφορά αλληλεγγύης. Η μείωση αυτή των φορολογικών εσόδων αντανακλά την έκταση της ύφεσης, αλλά και τη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης».
Σύμφωνα με την έρευνα που διενήργησε πρόσφατα η ΕΥ για λογαριασμό της ΔιαΝΕΟσις, η αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής βασίζεται σε εννέα άξονες:
i. Μείωση των φορολογικών συντελεστών. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τους υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης της μισθωτής εργασίας και του εισοδήματος των νομικών προσώπων, σε συνδυασμό με εξαιρετικά υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ. Επιπλέον, οι φορολογούμενοι επιβαρύνονται με έκτακτους φόρους επί ήδη δηλωθέντων εισοδημάτων, όπως η εισφορά αλληλεγγύης. Η μείωση των συντελεστών θα περιορίσει σημαντικά το κίνητρο της φοροδιαφυγής.
ii. Εκτεταμένη χρήση του πλαστικού χρήματος και επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Το 2014, η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 ως προς τη χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, με ποσοστό μόλις 6% επί του συνόλου των συναλλαγών. Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί μετά την επιβολή των capital controls, αλλά παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα φοροδιαφυγής.
iii. Αποτελεσματική και εντατική διενέργεια ελέγχων και αποτελεσματική περαίωση των φορολογικών υποθέσεων. Έχει διαπιστωθεί ότι η αύξηση των ημερήσιων ελέγχων κατά 1% μειώνει τον αριθμό των παραβατών κατά 0,3-0,4%. Παράλληλα, η ταχύτερη απονομή της φορολογικής δικαιοσύνης, τόσο σε διοικητικό, όσο και σε δικαστικό επίπεδο, θα αποθαρρύνει περαιτέρω την παραβατική συμπεριφορά.
iv. Οργάνωση και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των φορολογικών αρχών. Η οργάνωση των φορολογικών αρχών με «έξυπνο» τρόπο και η διαμόρφωση ενός σταθερού και αποτελεσματικού οργανωτικού πλαισίου που θα καθορίζει ρητά τις αρμοδιότητες των στελεχών της φορολογικής διοίκησης, θα επιλύσει μία σειρά από προβλήματα. Παράλληλα, η ψηφιοποίηση θα εξασφαλίσει την αμεσότερη εποπτεία των φορολογικών αρχών, αυξάνοντας τους κινδύνους της μη συμμόρφωσης για τους φορολογούμενους.
v. Κατάρτιση και εκπαίδευση των υπαλλήλων της Φορολογικής Διοίκησης, με παράλληλη αύξηση των αποδοχών τους. Είναι επιτακτική ανάγκη η συστηματική κατάρτιση των στελεχών ως προς τους νόμους, τις υπουργικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους, και η διασύνδεση των υπολογιστών όλων των εφοριακών με υπάρχοντα ηλεκτρονικά συστήματα, όπως το ΝΟΜΟΣ και το ELENXIS.
vi. Καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς και εφαρμογή αντικινήτρων. Η αντιμετώπιση της διαφθοράς θα πρέπει να βασισθεί στην εναρμόνιση των μισθών των εφοριακών με τα διεθνή πρότυπα, τη διενέργεια τακτικών ελέγχων στην περιουσία τους και τη θέσπιση ενός αδιάβλητου συστήματος αξιολόγησης από το οποίο θα εξαρτώνται οι απολαβές και οι προαγωγές τους.
vii. Δημιουργία σταθερού και απλοποιημένου φορολογικού συστήματος. Η δαιδαλώδης φορολογική νομοθεσία δημιουργεί σύγχυση στους φορολογούμενους, οι οποίοι, συχνά, αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
viii. Διαρθρωτικές αλλαγές στη δομή των επιχειρήσεων και αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου. Η ευθυγράμμιση του ποσοστού των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών ή πολύ μικρών επιχειρήσεων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα μειώσει δραστικά τις ευκαιρίες φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και θα διευκολύνει το έργο των ελεγκτικών αρχών.
ix. Δημιουργία φορολογικής συνείδησης και καλλιέργεια φορολογικής παιδείας. Είναι πολύ κρίσιμο να καλλιεργηθεί η αντίληψη της φοροδιαφυγής ως ανήθικη πράξη από πολύ νωρίς, με την ένταξη της φορολογικής υπευθυνότητας στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων. Επιπλέον, η διενέργεια μίας κατάλληλα σχεδιασμένης και συστηματικής καμπάνιας, θα συμβάλλει στην ενίσχυση της φορολογικής συνείδησης, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του προβλήματος.