Σε μια ακόμη ηχηρή παρέμβαση για την ελληνική οικονομία, με προτροπές, αιχμές και μηνύματα σε Ελλάδα και εξωτερικό, προχώρησε ο διοικητής της ΤτΕ. Ο Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του το Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, προχώρησε σε μια σημαντική πρόταση η οποία θα συζητηθεί.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, η Τράπεζα της Ελλάδος, ανέλυσε και προτείνει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια να μην είναι στο 3,5% όπως λέει η κυβέρνηση και απαιτούν οι δανειστές αλλά να είναι στο 2%. Μαζί με σειρά ενεργειών που πρέπει να γίνουν, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η ελληνική οικονομία μπορεί άμεσα να ανακάμψει.
Επιπλέον, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούμε ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμούς και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξής θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους».
Και συνεχίζει: «Πέρα από την αναγκαιότητα μείωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, και αναδιάρθρωσης του υψηλού δημόσιου χρέους με στόχο την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, αυτό που απαιτείται σήμερα, είναι η έγκαιρη υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων του νέου προγράμματος, οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιστροφή στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και σε ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Κάτι τέτοιο θα βελτιώσει την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνει την εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα, όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Η αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί την πλέον σημαντική πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες που δεν πρέπει να τις αφήσουμε να περάσουν αναξιοποίητες. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα αναφέρω, κλείνοντας, μία τέτοια μεγάλη ευκαιρία: Η Κίνα, επιθυμώντας να προσαρμόσει το αναπτυξιακό της υπόδειγμα, επιθυμεί να επενδύσει στο εξωτερικό. Μία από τις χώρες στις οποίες επιθυμεί να επενδύσει, είναι η Ελλάδα. Και δεν εννοώ επενδύσεις μόνο σε υποδομές και σε δίκτυα, αλλά και στην υπόλοιπη οικονομία, όπως στη βιομηχανία και στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Για να εκμεταλλευτούμε αυτές τις ευκαιρίες, πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Κυρίως όμως πρέπει να θέλουμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις και πρέπει να θέλουμε να μην χάσουμε, για μια ακόμη φορά, τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται».