Η οικονομική ανάπτυξη και η ανθεκτική αγορά εργασίας της Γερμανίας, είχαν ως αποτέλεσμα στη χώρα να έχει σημειωθεί το 2015 το μεγαλύτερο πλεόνασμα από την εποχή της επανένωσης. Ομοσπονδία, κρατίδια, κοινότητες και ασφαλιστικοί οργανισμοί έλαβαν 19,4 δις ευρώ περισσότερα απ’ ό,τι ξόδεψαν. Όσον αφορά τη γενική οικονομική επίδοση το πλεόνασμα ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο -με 0,6%- από τις εκτιμήσεις που είχαν γίνει τον Ιανουάριο και ανέμεναν 0,5%.
Όπως αναφέρουν δημοσιογραφικές πληροφορίες, μόνο το 2000 υπήρξε μεγαλύτερο πλεόνασμα, της τάξεως του 0,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Σε απόλυτους αριθμούς πάντως το πλεόνασμα εκείνης της χρονιάς ήταν πάλι μικρότερο του περσινού, αφού άγγιξε «μόνο» τα 18,2 δις €.
Το 2015 η Γερμανία ήταν για άλλη μια φορά πολύ μακριά από το ανώτατο επιτρεπτό όριο χρέους της συνθήκης του Μάαστριχτ, το οποίο επιτρέπει έλλειμμα μέχρι και 3% της ετήσιας οικονομικής επίδοσης. Το 2010 ήταν η τελευταία φορά που η Γερμανία ξεπέρασε αυτό το όριο, παρουσιάζοντας έλλειμμα ύψους 4,2%.
Τα καλά νέα για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης οφείλονται κυρίως στην καταναλωτική διάθεση των κατοίκων και στις κρατικές δαπάνες για την υποδοχή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων.
Λόγω των χαμηλών επιτοκίων οι καταναλωτές προτιμούν να μην αποταμιεύουν αλλά να ξοδεύουν τα χρήματά τους. Παράλληλα έχουν μειωθεί τα έξοδά τους για βενζίνη και θέρμανση εξαιτίας της χαμηλής τιμής του πετρελαίου με αποτέλεσμα να περισσεύουν χρήματα για κατανάλωση αγαθών. Επιπλέον οι δημόσιες δαπάνες δισεκατομμυρίων για την υποδοχή και ένταξη των προσφύγων στη γερμανική κοινωνία συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Πολλοί οικονομολόγοι βλέπουν τη μετανάστευση από τη Συρία, το Ιράκ ή το Αφγανιστάν σαν ένα πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας και για το 2016.
Ωστόσο, υπάρχουν και αρνητικά νέα για τη γερμανική οικονομία. Σημαντικές αγορές όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ δείχνουν να εξασθενούν. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι αναλυτές στη Γερμανία θεωρούν ότι η χώρα θα βρίσκεται στο δρόμο της σταθερής ανάπτυξης και το 2016. Η κυβέρνηση και το ΔΝΤ περιμένουν αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7%.