Δεν προβλέπεται bail in πριν από την 1η Ιανουαρίου του 2016

Δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να υποχρεώσει τις ελληνικές να παγώσουν καταθέσεις και ομόλογα προκειμένου να κουρευτούν εν συνεχεία στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής τους (σ.σ. το περίφημο bail in), εφόσον αυτή ολοκληρωθεί εντός του 2015 όπως αναφέρεται σε απαντητική επιστολή της ΕΚΤ προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ.

Πιέσεις από μερίδα του ευρωκοινοβουλίου φέρεται να δέχεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και ο εποπτικός της βραχιόνας SSM (Single Supervisory Mechanism), προκειμένου να επιβληθεί στις ελληνικές τράπεζες κούρεμα των καταθέσεων και κυρίως των ομολογιούχων της. Ωστόσο όπως προκύπτει από την απαντητική επιστολή της επικεφαλής του SSM Daniele Noy στον Γερμανό ευρωβουλευτή των Πρασίνων Sven Giegold, πριν την 1.1.2016 δεν υφίσταται μηχανισμός που να υποχρεώνει τους καταθέτες και ομολογιούχους να μετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Από την απαντητική επιστολή της κ. Daniele Noy, o Γερμανός ευρωβουλευτής ενδιαφέρεται να μάθει αν γίνεται, να επιβληθεί μορατόριουμ στην αποπληρωμή τραπεζικών ομολόγων, αλλά και να ληφθούν “πρόσθετα μέτρα” από τις εποπτικές αρχές, προκειμένου να μην διαρρεύσουν από τις τράπεζες κεφάλαια τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε ένα πιθανόν bail in. Ωστόσο η επικεφαλής του SSM ξεκαθαρίζει στην απάντησή της ότι τέτοιοι θεσμοί δεν υφίστανται τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Κατά συνέπεια τέτοιου είδους προληπτικά μέτρα δεν μπορούν να ληφθούν τουλάχιστον πριν από την 1.1.2016, οπότε αναμένεται να τεθεί σε ισχύ η τραπεζική οδηγία για την αναδιάρθρωση των τραπεζών (σ.σ. η πεφίφημη BRRD).

Παράλληλα υπενθυμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο όμως ξεκαθαρίζει ότι με το υφιστάμενο πλαίσιο η ΕΚΤ δεν μπορεί να “παγώσει” στοιχεία του παθητικού των τραπεζών (σ.σ. στα οποία περιλαμβάνονται οι καταθέσεις και τα ομόλογα) προκειμένου να καλυφθεί με αυτά ένα μέρος από τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, κατά τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης.