Ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο διεξαγωγής συμπληρωματικών stress-tests σε μη-συστημικά τραπεζικά ιδρύματα της Ευρωζώνης, όπως προκύπτει από την απάντηση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, σε σχετική ερώτηση του Αντιπροέδρου του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη.
Όπως αναφέρει δελτίο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, ο Δημήτρης Παπαδημούλης στην ερώτησή του έθετε το θέμα των υψηλών κρατικών εγγυήσεων (ενδεχόμενων υποχρεώσεων – contigent liabilities) ορισμένων κρατών-μελών προς δημόσιους φορείς, κρατικές επιχειρήσεις και τράπεζες, όπως της Γερμανίας με 126% του ΑΕΠ, της Ολλανδίας με 107%, και άλλων, και ρωτούσε τον Πρόεδρο της ΕΚΤ εάν «αποτελεί κίνδυνο για την Ευρωζώνη, τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των δημόσιων οικονομικών, οι υπερβολικές δυνητικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κυβερνήσεις», καθώς επίσης, εάν «κρίνει σκόπιμο να διενεργηθούν, σε συνεργασία με τις Εθνικές Αρχές, stress-tests στις μη-συστημικές τράπεζες, εκείνων των κρατών-μελών που παρουσιάζουν υπερβολικές δυνητικές υποχρεώσεις έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Στην απάντησή του ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, παρουσιάζει στοιχεία για την οικονομική στήριξη των τραπεζών από τα κράτη-μέλη και των επακόλουθων δημοσιονομικών επιπτώσεων, σημειώνοντας ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα ενδεχόμενων υποχρεώσεων (εγγυήσεων) των κεντρικών κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ στα τέλη του 2013 ισοδυναμούσαν με 4,7% του ΑΕΠ, μειούμενα με βραδύ ρυθμό από 7,8% του ΑΕΠ στα τέλη του 2009» και τονίζοντας ότι «το υπόλοιπο ανεξόφλητης στήριξης προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να μειωθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ πολλές χώρες έχουν ήδη ανακτήσει ή αρχίζουν να ανακτούν μέρος της ρευστότητας ή/και της κεφαλαιακής στήριξης που είχαν παράσχει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η αποκλιμάκωση της στήριξης προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων σε πολλές χώρες».
Στη συνέχεια της απάντησής του ο Ευρωπαίος Κεντρικός Τραπεζίτης αφού υπογραμμίζει ότι «στο μέλλον οι ρυθμίσεις για τη διάσωση με ίδια μέσα (bail-in) και την εξυγίανση τραπεζών, οι οποίες βασίζονται στις διατάξεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, θα πρέπει να περιορίσουν τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις της κυβέρνησης της εκάστοτε χώρας έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα», αποκαλύπτει στον Δημήτρη Παπαδημούλη ότι: «Το ενδεχόμενο διεξαγωγής συμπληρωματικής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε λιγότερο σημαντικά ιδρύματα θα εξεταστεί μόνο μετά την ενδεδειγμένη ανάλυση του βαθμού στον οποίο η εξάρτηση των εν λόγω ιδρυμάτων από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη εξάρτηση των τραπεζών που είχαν συμμετάσχει στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2014».
Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση και απάντηση:
Ερώτηση Δημήτρη Παπαδημούλη
Προς Πρόεδρο της ΕΚΤ
Θέμα: Δυνητικές Υποχρεώσεις κρατών-μελών της ΕΕ
Η Eurostat με στόχο την ολοκληρωμένη παρουσίαση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των χωρών, δημοσίευσε στοιχεία για τις δυνητικές υποχρεώσεις των κρατών-μελών, απέναντι σε εγγυήσεις που έχουν δοθεί (ή υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί) σε (από) δημόσιους φορείς και επιχειρήσεις. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες δυνητικές υποχρεώσεις, αναφορικά με τις εγγυήσεις που έχουν δοθεί, είναι η Αυστρία (35% του ΑΕΠ), η Ιρλανδία (32% του ΑΕΠ) και η Φινλανδία (24% του ΑΕΠ), ενώ αναφορικά με τις υποχρεώσεις φορέων που έχουν αναληφθεί, είναι η Γερμανία (126% του ΑΕΠ), η Ολλανδία (107% του ΑΕΠ) και η Σλοβενία (93% του ΑΕΠ). Με δεδομένο, όπως σημειώνει και η Eurostat, ότι το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς επίσης τον ενδεχόμενο κίνδυνο για τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών των κρατών-μελών, που ενέχουν οι δυνητικές υποχρεώσεις, ερωτάται ο Πρόεδρος της ΕΚΤ:
– Διαθέτει στοιχεία για τις δυνητικές υποχρεώσεις των κρατών-μελών, που σχετίζονται με τον χρηματοπιστωτικό τομέα και εάν ναι, μπορεί να τα δημοσιοποιήσει;
– Αποτελούν κίνδυνο για την Ευρωζώνη, τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των δημόσιων οικονομικών, οι υπερβολικές δυνητικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κυβερνήσεις, όπως αυτές της Γερμανίας και της Ολλανδίας;
-Κρίνει σκόπιμο να διενεργηθούν, σε συνεργασία με τις Εθνικές Αρχές, stress-tests στις μη-συστημικές τράπεζες εκείνων των κρατών-μελών που παρουσιάζουν υπερβολικές δυνητικές υποχρεώσεις έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα;
Απάντηση Προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι:
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε ο κ. Roberto Gualtieri, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή στις 22 Ιουνίου 2015. Η Γενική Διεύθυνση Στατιστικής της ΕΚΤ συγκεντρώνει σε προαιρετική βάση στατιστικά στοιχεία για τα μέτρα ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα οποία λαμβάνουν οι κυβερνήσεις από το 2008. Η συλλογή στοιχείων είναι παρόμοια με τα στοιχεία που συγκεντρώνει η Eurostat για τον συμπληρωματικό πίνακα που περιέχεται στους πίνακες γνωστοποίησης στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις (όπως οι εγγυήσεις και οι υποχρεώσεις φορέων ειδικού σκοπού) αποτελούν μέρος των στοιχείων που συλλέγονται στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας. Εντούτοις, τα στοιχεία που συλλέγονται αφορούν αποκλειστικά ενδεχόμενες υποχρεώσεις της κυβέρνησης έναντι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που χρειάζονται κρατική χρηματοοικονομική στήριξη λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το τεύχος αριθ. 7 της σειράς Statistical Paper Series της ΕΚΤ παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία και το στατιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα ενδεχόμενων υποχρεώσεων (εγγυήσεων) των κεντρικών κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ στα τέλη του 2013 ισοδυναμούσαν με 4,7% του ΑΕΠ, μειούμενα με βραδύ ρυθμό από 7,8% του ΑΕΠ στα τέλη του 2009. Λόγω σημαντικών μεμονωμένων γεγονότων στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το υπόλοιπο ανεξόφλητης στήριξης προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να μειωθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ πολλές χώρες έχουν ήδη ανακτήσει ή αρχίζουν να ανακτούν μέρος της ρευστότητας ή/και της κεφαλαιακής στήριξης που είχαν παράσχει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η αποκλιμάκωση της στήριξης προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων σε πολλές χώρες. Η ΕΚΤ πρόκειται να δημοσιεύσει στο επόμενο Οικονομικό Δελτίο (τεύχος 6, Σεπτέμβριος 2015) άρθρο με θέμα τις δημοσιονομικές επιδράσεις των χρηματοοικονομικών παρεμβάσεων των κυβερνήσεων προς όφελος του χρηματοπιστωτικού τομέα, το οποίο θα περιλαμβάνει ειδική ενότητα σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις. Ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του εν λόγω άρθρου, ορισμένα από τα υποκείμενα στοιχεία θα δημοσιοποιηθούν επίσης στο ευρύ κοινό μέσω της ενότητας Statistical Data Warehouse της ΕΚΤ.
Σε σχέση με τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ που θέτουν οι εν λόγω υποχρεώσεις, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι στο μέλλον οι ρυθμίσεις για τη διάσωση με ίδια μέσα (bail-in) και την εξυγίανση τραπεζών, οι οποίες βασίζονται στις διατάξεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, θα πρέπει να περιορίσουν τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις της κυβέρνησης της εκάστοτε χώρας έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό αναμένεται να διαρρήξει με επιτυχία τον δεσμό κράτους-τραπεζών, που επηρέασε αρνητικά ορισμένες χώρες κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Όσον αφορά το ερώτημά σας σχετικά με την σκοπιμότητα διεξαγωγής ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε μη συστημικές τράπεζες κρατών-μελών με υπερβολικά υψηλές ενδεχόμενες υποχρεώσεις έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιήθηκε το 2014 σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) περιέλαβε 123 τραπεζικούς ομίλους από όλη την ΕΕ, συνολικού ενεργητικού 28.000 δισεκ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν άνω του 70% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών της ΕΕ. Το ενδεχόμενο διεξαγωγής συμπληρωματικής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε λιγότερο σημαντικά ιδρύματα θα εξεταστεί μόνο μετά την ενδεδειγμένη ανάλυση του βαθμού στον οποίο η εξάρτηση των εν λόγω ιδρυμάτων από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη εξάρτηση των τραπεζών που είχαν συμμετάσχει στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2014.
Με εκτίμηση,
Mario Draghi