Ένα από τα τελευταία ζωντανά μνημεία της ελληνικής βιομηχανίας βγαίνει από το βυθιζόμενο χρηματιστήριο μετά τη συγχώνευση της γαλλική Lafarge με την ελβετική Holcim. Η διοίκηση του νέου ομίλου αποφάσισε να βγάλει από το ταμπλό του Χ.Α. την ΑΓΕΤ Ηρακλής, την ιστορική τσιμεντοβιομηχανία που είχε ιδρυθεί στις 19 Αυγούστου 1911 (Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών αρ. Φύλλου 230, 19.08.1911) και οι μετοχές της διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο από τον Ιούνιο του 1919. Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε γνωστό πως η Lafarge Cementos υπέβαλλε υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το 11,01% της ΑΓΕΤ Ηρακλής που βρίσκεται στη διασπορά με στόχο την έξοδο της εταιρείας από το Χ.Α.
Από το τιμόνι της ΑΓΕΤ Ηρακλής πέρασαν μορφές της ελληνικής βιομηχανίας, ενώ βρέθηκε στο επίκεντρο δικαστικών διενέξεων και έντονης πολιτικής διαμάχης τις τελευταίες δεκαετίες. Κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη της εταιρείας κατά τα πρώτα χρόνια είχε ο επί τρεις περιόδους πρόεδρος του ΣΕΒΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, ο πρόδρομος του ΣΕΒ), πολιτικός και υπουργός Ανδρέας Χατζηκυριάκος, όπως αναφέρει το αναλυτικό ρεπορτάζ του euro2day . Ο Χατζηκυριάκος, μέλος του περίφημου “κύκλου της Ζυρίχης” που συνέβαλλε τα μέγιστα στη δημιουργία σειράς ιστορικών βιομηχανιών στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αφού συμμετείχε στην ίδρυση της ανταγωνιστικής τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ, το 1910 αποχώρησε από την τελευταία για να οργανώσει το νέο εργοστάσιο τσιμέντων Aslan στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας.
Το 1917 πέρασε στην ιδιοκτησία του η Ανώνυμος Γενικής Εταιρεία Τσιμέντων (ΑΓΕΤ) “Ηρακλής” και παρέμεινε στη διοίκησή της για πολλά χρόνια. Η ΑΓΕΤ είχε ιδρυθεί το 1911 από τους επιχειρηματίες Ζαμάνο και Δ. Ζαβογιάννη οι οποίοι δημιούργησαν εργοστάσιο στη Δραπετσώνα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1913. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος εμφανίστηκε ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να σώσει την εταιρεία η οποία βούλιαζε με συνεχή μείωση πωλήσεων και στις 26 Δεκεμβρίου του 1917 πέρασε στον έλεγχό του. Το 1928 ο επιχειρηματίας αγοράζει μια ακόμα προβληματική εταιρεία, το εργοστάσιο τσιμέντων “Ο Ολυμπος” που βρίσκονταν επίσης προ της χρεοκοπίας. Ο Χατζηκυριάκος, γόνος πλούσιας οικογένειας με ναυτική παράδοση από τη Σύρο, θεωρείται από τους “πρωταρχικούς συντελεστές της βιομηχανικής ανάπτυξης” στην Ελλάδα. Διετέλεσε βουλευτής Ψαρών, γερουσιαστής και δύο φορές υπουργός Εθνικής Οικονομίας (1922 – 1924 και 1936 – 1937.
Από το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης προέρχονταν και ο πολιτικός μηχανικός και βιομήχανος Αλέξανδρος Τσάτσος, γαμπρός του Α. Χατζηκυριάκου, ο οποίος αφού εργάστηκε στα υδραυλικά έργα του Στρυμόνα και σε άλλα δημόσια έργα, το 1935 ανέλαβε επιτελική θέση στην τεχνική εταιρεία “Εργα Θαλάσσης” και από το 1939 κατείχε επιτελικές θέσεις στην ΑΓΕΤ. Επί 20ετίας ήταν εντεταλμένος σύμβουλος και διευθύνων σύμβουλος και από το 1959 μέχρι το 1983 ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. της τσιμεντοβιομηχανίας. Τα τελευταία χρόνια πριν την κατάρρευση και κρατικοποίηση της ΑΓΕΤ στο τιμόνι της εταιρείας βρίσκονταν ο γιος του Γεώργιος Α. Τσάτσος.
Ο Αλέξανδρος Τσάτσος, επί δύο θητείες πρόεδρος του ΣΕΒΒ, ήταν αυτός που είχε δηλώσει το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, “δεν κάνομε πολιτικήν εμείς. Κάνομε βιομηχανίαν (…). Θα συνεχίσωμεν λοιπόν, να ακολουθώμεν τον δρόμον αυτόν της δημιουργίας”. Ομως, το 1983 η οικογένεια Τσάτσου απομακρύνεται από τη διοίκηση της ΑΓΕΤ και παραπέμπεται σε δίκη (στη συνέχεια απηλλάγη των κατηγοριών). Πριν ο όμιλος της ΑΓΕΤ περάσει στον περίφημο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ο Γεώργιος Τσάτσος είχε προλάβει να δημιουργήσει ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου στο Μηλάκι Ευβοίας (οι δύο ιστορικές μονάδες της εταιρείας βρίσκοταν στη Δραπετσώνα και στο Βόλο).
Την εποχή εκείνη η οικογένεια Τσάτσου υποστήριζε πως δέχεται “μαφιόζικη επίθεση του ΠΑΣΟΚ σε επιχειρηματίες που ανήκαν πολιτικά στην Δεξιά” την ίδια στιγμή που η φιλοκυβερνητική “Αυριανή” πανηγύριζε για την κρατικοποίηση γιατί θεωρούσε πως αποδεικνύει τη βούληση της κυβέρνηση να «ξηλώσει τα παλιά τζάκια». Το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε μήνυση εναντίον του Αλέξανδρου Τσάτσου και των υιών του για απάτες σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας. Μάλιστα ο τότε υπουργός Οικονομικών Γεράσιμος Αρσένης είχε δηλώσει πως «οι Τσάτσοι θα περάσουν τις γιορτές στην φυλακή». Ο εισαγγελέας έκανε απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά το τελευταίο εξέδωσε παραπεμπτικό βούλευμα διατάζοντας την απαγόρευση εξόδου από την χώρα, αλλά οι Τσάτσοι είχαν ήδη αναχωρήσει.
Λίγα χρόνια αργότερα, η μεταβίβαση της ιστορικής τσιμεντοβιομηχανίας στον ιταλικό όμιλο Calcestruzzi, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, απασχόλησε επί χρόνια τον ελληνικό Τύπο. To 1994 η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη δολοφόνησε τον πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Μιχάλη Βρανόπουλο. Στη προκήρυξη οι τρομοκράτες υποστήριζαν πως είναι “υπεύθυνος για το σκάνδαλο της ΑΓΕΤ Ηρακλής”. Οι Ιταλοί, που είχαν αποκτήσει και τα υπό χρεοκοπία Τσιμέντα Χαλκίδος, έβγαλαν πάλι στο σφυρί την ΑΓΕΤ τον Οκτώβριο του 1999. Λίγους μήνες μετά η βρετανική Blue Circle (που τελικά αποκτήθηκε από τη γαλλική Lafarge) επικράτησε στο σχετικό πλειστηριασμό με αντίπαλο ομάδα ελλήνων επιχειρηματιών υπό τον όμιλο ΑΚΤΩΡ του Γ. Μπόμπολα.
Οι Γάλλοι συνέδεσαν το όνομά τους με το οριστικό κλείσιμο των Τσιμέντων Χαλκίδας με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στην περαιτέρω εκτίναξη της ανεργίας στην ήδη προβληματική περιοχή της Εύβοιας.