H ελληνική κρίση δεν έκρυψε μόνο τις θετικές οικονομικές ειδήσεις στην υπόλοιπη ευρωζώνη, αλλά και τις πιο ανησυχητικές ειδήσεις στις αναδυόμενες αγορές, γράφει ο Simon Nixon στη Wall Street Journal. Η κινεζική επιβράδυνση, η μείωση της ζήτησης για εξαγωγές και η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.
Τώρα που αρχίζει να κατακάθεται η σκόνη, η ελληνική κρίση μπορεί να θεωρηθεί μια αξιοσημείωτη πράξη αυτοθυσίας από μια κυβέρνηση που υποτίμησε την οικονομική πραγματικότητα. Ενώ η Αθήνα μετέτρεπε μια οικονομία που αναμενόταν να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,7% φέτος σε μια οικονομία με τεράστιες δυσκολίες, που πλέον βρίσκεται και πάλι σε ύφεση και της οποίας το χρηματιστήριο έκανε «βουτιά» 16% όταν άνοιξε τη Δευτέρα μετά από αργία πέντε εβδομάδων, η ανάκαμψη στην υπόλοιπη ευρωζώνη αυξάνει τη δυναμική της.
Η ιρλανδική οικονομία αναπτύσσεται με ετησιοποιημένο ρυθμό άνω του 5%, ενώ η ισπανική κυβέρνηση προβλέπει τώρα ανάπτυξη 3,3% για φέτος. Η ανεργία στην Ισπανία κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση της από το 2007 τον Ιούλιο, ενώ η ανεργία στην Πορτογαλία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, αν και παραμένει διψήφια.
Η ανάπτυξη σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακή, όμως η ανάκαμψη ξεκάθαρα ανεβάζει ταχύτητα, ακόμα και στην Ιταλία και τη Γαλλία. Μάλιστα, η ελληνική κρίση δεν έκρυψε μόνο τις θετικές οικονομικές ειδήσεις στην υπόλοιπη ευρωζώνη, αλλά και τις πιο ανησυχητικές ειδήσεις στις αναδυόμενες αγορές.
Φέτος οι αναδυόμενες αγορές πιθανότατα θα βιώσουν τη βραδύτερη ανάπτυξή τους αλλά και την πρώτη χρονιά μείωσης των εξαγωγών από το 2009, σύμφωνα με τον Murat Ulgen της HSBC. Έχουν πληγεί από την πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και την επιβράδυνση στην Κίνα, κάτι που ωθεί τους επενδυτές να «τραβήξουν» τα λεφτά τους. Ο δείκτης MSCI των αναδυόμενων αγορών κατέγραψε πτώση 13,4% στο έτος μέχρι το τέλος Ιουλίου και αναμένεται να κινηθεί πτωτικά για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, ενώ ο δείκτης νομισμάτων αναδυόμενων αγορών που καταρτίζει η Goldman Sachs έχει καταγράψει πτώση σχεδόν 25% έναντι του δολαρίου.
Κεντρικής σημασίας σ’ αυτή την πτώση των αναδυόμενων αγορών είναι η πρωτοφανής αδυναμία του παγκόσμιου εμπορίου, το οποίο αναπτύσσεται με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με την παγκόσμια παραγωγή τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μια κατάσταση μοναδική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός από μια σύντομη ανάκαμψη το 2010, οι όγκοι του παγκόσμιου εμπορίου από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχουν μειωθεί σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000.
Επιπλέον, αποδυναμώνεται η τόνωση της παγκόσμιας οικονομίας από το εμπόριο. Εμπόριο αξίας ενός δολαρίου σήμερα δίνει λιγότερο από τη μισή ώθηση στην παγκόσμια παραγωγή απ’ όσο έκανε μεταξύ του 1986 και του 2000, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Για τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών, που ιστορικά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, αυτό αποτελεί μια τεράστια πρόκληση.
Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότεροι επενδυτές υπέθεταν πως αυτή η επιβράδυνση ήταν πρωταρχικά κυκλική και πως το εμπόριο θα αυξανόταν και πάλι καθώς θα ανέκαμπταν οι ανεπτυγμένες αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Σ’ αυτό υπάρχει μια δόση αλήθειας: οι ευρωπαϊκές χώρες με υψηλό χρέος έχουν μειώσει δραστικά τη ζήτησή τους για εισαγωγές από τότε που ξέσπασε η κρίση, κάτι που αντανακλάται στα εμπορικά ισοζύγια που έχουν καταγράψει απότομη άνοδο και έχουν γίνει πλεονασματικά. Καθώς μειώνεται η ανεργία και ανακάμπτει η καταναλωτική εμπιστοσύνη στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, οι αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να δουν κάποια ανάκαμψη στη ζήτηση για τις εξαγωγές τους.
Τώρα όμως είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει επίσης ένα σημαντικό δομικό στοιχείο σε ό,τι αφορά την αδυναμία του εμπορίου, το οποίο αντανακλά τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με τους αναλυτές της UBS, Andrew Cave και Bhanu Baweja.
Σ’ αυτές περιλαμβάνεται μια μόνιμη στροφή του μοντέλου ανάπτυξης της Κίνας από τις κατασκευές προς τις υπηρεσίες, η αποπαγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού κλάδου -καθώς τράπεζες όπως η HSBC και η Barclays αντιδρούν στις νέες ρυθμιστικές πιέσεις αποσυρόμενες από ξένες αγορές-, η επίπτωση των νέων τεχνολογιών -σε τομείς όπως για παράδειγμα το computing και η εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου που δίνουν τη δυνατότητα να μικραίνει η εφοδιαστική αλυσίδα-, η αύξηση του προστατευτισμού που αντανακλάται στην πολιτική αντίθεση σε υπό συζήτηση συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και χωρών της περιοχής του Ειρηνικού καθώς και μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, και το αυξημένο επίπεδο χρέους σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, το οποίο θα συνεχίσει να επιβαρύνει τη ζήτηση.
Αυτή η διαρθρωτική αλλαγή στο μοτίβο του παγκόσμιου εμπορίου έχει βαθύτατες επιπτώσεις για τα οικονομικά μοντέλα πολλών αναδυόμενων αγορών. Το εμπόριο υπήρξε μία από τις βασικές «μηχανές» για τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα. Κατά το παρελθόν, οι χώρες αυτές μπορούσαν να βασιστούν στις συναλλαγματικές υποτιμήσεις για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να βγουν από το τέλμα οι οικονομίες τους. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά. Ίσως να μην υπάρχει πλέον η ζήτηση γι’ αυτά που παράγουν.
Αυτό σημαίνει πως τα εταιρικά κέρδη, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια κινούνται χαμηλότερα των εκτιμήσεων των αναλυτών, θα συνεχίσουν να απογοητεύουν, καθώς η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα παραμένει ανενεργή και οι τιμές και τα περιθώρια βρίσκονται υπό πίεση.
Επιχειρήσεις που έρχονται αντιμέτωπες με ασύμφορες αποδόσεις αρχικών επενδύσεων θα δεχθούν πιέσεις να απομοχλευθούν και τα κεφάλαιά τους θα οδεύσουν στο εξωτερικό, δημιουργώντας έτσι πιέσεις σε χώρες με μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό με τη σειρά του πιθανότατα θα αποδυναμώσει την εγχώρια ζήτηση και θα ασκήσει πιέσεις στις δημοσιονομικές ισορροπίες.
Αρκετές κυβερνήσεις, περιλαμβανομένων των κυβερνήσεων της Βραζιλίας, της Τουρκίας και της Νοτίου Αφρικής, εξετάζουν το ενδεχόμενο να απομακρυνθούν από την ορθόδοξη δημοσιονομική πολιτική, κίνηση που θα υπονόμευε ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη της αγοράς.
Πώς μπορούν να αντιστρέψουν αυτή την τάση οι αναδυόμενες αγορές; Η απάντηση είναι η ίδια με αυτήν για τις χώρες που έχουν «βρεθεί στη μέση» της κρίσης της ευρωζώνης: πρέπει να προχωρήσουν σε ευρείες μεταρρυθμίσεις -των αγορών προϊόντων και εργασίας, των θεσμών και της διακυβέρνησης-, να αλλάξουν τα οικονομικά τους μοντέλα, να τονώσουν την παραγωγικότητα και να προσελκύσουν νέες επενδύσεις.
Μέχρι τώρα ελάχιστες αναδυόμενες αγορές φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πρόκληση αυτή, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως η Ινδία, η Πολωνία και το Μεξικό. Ίσως αυτό συμβαίνει διότι η νομισματική ανεξαρτησία τις έχει προστατεύσει από τα σοβαρά σοκ που ανάγκασαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ευρώπης να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις.
Όμως αυτό απλά σημαίνει πως οι κρίσεις στις χώρες αυτές που αποτυγχάνουν να μεταρρυθμιστούν, είναι πιο πιθανό να ξεδιπλωθούν σε «slow motion». Από αυτή την άποψη, η Ελλάδα είναι μια περίπτωση που δεν αποτελεί προειδοποίηση μόνο για την ευρωζώνη, αλλά και για τον κόσμο.