Είναι δύσκολο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το αν και κατά πόσο απειλείται όντως η γερμανική οικονομία από την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Eυρωζώνη. Η δυσκολία έγκειται στο ότι οι σχετικές εκτιμήσεις είναι συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά και στην ευνόητη αντικειμενική αδυναμία να διαχωριστεί ευκρινώς η πολιτική σκοπιμότητα από την οικονομική αντικειμενικότητα.
Πάντως, σε σχετικό δημοσίευμα της DW, καθησυχαστικοί εμφανίζονται γερμανοί οικονομολόγοι όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης στη γερμανική οικονομία, εκτιμώντας ότι είναι ελέγξιμες και βατές.
Όπως είπε προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk ο Ρόλαντ Ντερν, από το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Ρηνανίας Βεστφαλίας (RWI):
«Επί της αρχής θα πρέπει να διαπιστώσει κανείς ότι αναταραχή τέτοιων διαστάσεων στην ΕΕ δεν ευνοεί φυσικά την οικονομία. Εντούτοις τα ρίσκα δεν κατανέμονται ισότιμα. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχει η ελληνική οικονομία. Οι επιπτώσεις για την γερμανική οικονομία είναι πιθανότατα ελέγξιμες».
Τι γίνεται όμως με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης που δεν έχουν συνέλθει ακόμη πλήρως από την κρίση; Υπάρχει ο κίνδυνος μετάδοσης και γενικότερης αναζωπύρωσης της κρίσης στις χώρες αυτές το οποίο με τη σειρά του θα είχε πιθανότατα αρνητικές επιπτώσεις και για την γερμανική οικονομία που τόσο εξαρτάται από τις εξαγωγές;
«Στην παρούσα φάση δεν προκρίνεται αυτό το σενάριο. Τα προβλήματα φαίνεται να επικεντρώνονται στην Ελλάδα με τη χώρα να εμφανίζεται τόσο απομονωμένη, που οι αγορές δεν αναμένουν ουσιαστικά σοβαρά προβλήματα σε άλλες χώρες. Το διαπιστώνει κανείς εύκολα στη βάση των σπρεντ, για παράδειγμα της Πορτογαλίας τα οποία έχουν αυξηθεί οριακά, δείχνοντας έναν ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο. Κατά τα λοιπά όμως οι αγορές φαίνονται πεπεισμένες ότι πρόκειται για ένα ελληνικό πρόβλημα και όσο επικρατεί ηρεμία στις αγορές και μια χώρα όπως η Πορτογαλία δεν καλείται να πληρώσει υπέρογκα επιτόκια, οι συνέπειες θεωρούνται περιορισμένες».
Για την ίδια την Ελλάδα η κατάσταση είναι και θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, είτε εντός είτε εκτός ευρώ, εκτιμά ο γερμανός οικονομολόγος:
«Η ελληνική οικονομία διαθέτει έναν πολύ μικρό βιομηχανικό κλάδο. Κυρίαρχη θέση έχει ο τομέας παροχής υπηρεσιών, ειδικά ο κλάδος της ναυσιπλοΐας, οι μεγάλες εφοπλιστικές εταιρίες. Όλα αυτά δεν αποτελούν μια καλή βάση για να μεταρρυθμίσεις μια χώρα και να ενισχύσεις την ανταγωνιστικότητά της. Σε αυτά τα συμφραζόμενα η Ελλάδα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, είτε εντός του ευρώ είτε εισάγει δικό της νόμισμα. Και αυτό διότι όταν διαθέτεις ελάχιστα προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο, δεν μπορούν να αποδώσουν επαρκώς οι κλασσικοί μηχανισμοί συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως είναι η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος».
Θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθέρμανση της οικονομίας επενδυτικά προγράμματα, όπως τα έχει ζητήσει επανειλημμένως ο Αλέξης Τσίπρας;
«Καταρχήν θα πρέπει να ανατρέξουμε λίγο στο παρελθόν. Η Ελλάδα έχει λάβει αρκετά ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία και επενδύθηκαν, τα οποία όμως δεν άφησαν εμφανή ίχνη στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει λοιπόν να είναι κανείς αρκετά επιφυλακτικός όσον αφορά τέτοια προγράμματα, όσο δεν υπάρχει το κατάλληλο πολιτικό και διοικητικό πλαίσιο. Όσο δεν υπάρχει μια λειτουργική οικονομική διοίκηση, όσο η διαφθορά παραμένει πρόβλημα, δεν θα υπάρχουν κίνητρα για να προχωρήσει κανείς σε μαζικές επενδύσεις στη χώρα».
Ποια θα ήταν λοιπόν η λύση;
«Η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνον επειδή το ζητούν οι πιστωτές ως όρο για την παροχή βοήθειας, αλλά και προς το δικό της συμφέρον. Όταν ο υπουργός ή μάλλον στο μεταξύ ο πρώην υπουργός Οικονομικών λέει ότι αμφιβάλει για την αποτελεσματικότητα της αύξησης των φόρων επειδή δεν γνωρίζει εάν η φορολογική διοίκηση είναι σε θέση να τους εισπράξει, τότε πρόκειται για την ομολογία ήττας ενός υπουργού. Λέγοντας κάτι τέτοιο ως επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης δείχνει ότι η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Είτε εντός λοιπόν, είτε εκτός ευρώ, η Ελλάδα δεν θα γλιτώσει τις μεταρρυθμίσεις».