Έντονη ανησυχία για το περιεχόμενο της υπό συζήτηση συμφωνίας με τους δανειστές και τις επιπτώσεις που αυτή θα έχει στον ιδιωτικό τομέα εκφράζει με ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ).
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντώνης Μακρής, πρόεδρος ΔΣ του Συνδέσμου τόνισε ότι «το πνεύμα που αποπνέει μια ενδεχόμενη συμφωνία δείχνει ότι πολιτικά είναι τοποθετημένη απέναντι στην επιχειρηματικότητα και την αριστεία. Προστατεύει το δημόσιο κομμάτι της οικονομίας και φορτώνει με περισσά βάρη τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, το ερώτημα είναι πόσο θα αντέξει το βάρος το ιδιωτικό κομμάτι της οικονομίας που παράγει τον πλούτο της χώρας». Προσέθεσε επίσης: «Θα είμαστε χαρούμενοι για την ενδεχόμενη συμφωνία και για το γεγονός ότι θα μείνουμε στην Ευρώπη. Αλλά θα είμαστε επίσης πολύ προβληματισμένοι για το βάθος του χρόνου και τις συνέπειες αυτής της συμφωνίας».
Κληθείς να σχολιάσει τις ελληνικές προτάσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας ο κ. Μακρής ανέφερε: «Τα όποια μέτρα τα ακούμε αλλά εκφέρουμε την άποψή μας μετά την ανάγνωση της τελικής συμφωνίας».
Από την πλευρά του ο Αντώνης Ζαΐρης, αναπληρωτής αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «πρόκειται για μια πολύ κακή συμφωνία από την οποία επιβαρύνεται δραματικά ο ιδιωτικός τομέας. Με τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση ωχριά οποιαδήποτε νεοφιλελεύθερη προσέγγιση σε ότι αφορά την φοροκαταιγίδα μέτρων που έρχεται». Όπως εκτιμά ο κ. Ζαΐρης, «τα επόμενα 3-4 χρόνια η συνολική κατάσταση της οικονομίας της χώρας θα είναι δέκα φορές χειρότερη απ΄ότι είναι σήμερα».
Παράλληλα πρόσθεσε: «Η κυβέρνηση της Αριστεράς, για τους ιδεολόγους της Αριστεράς, βγαίνει ταπεινωμένη από τα μέτρα. Για να πετύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ (6-7 δισ. ευρώ) αναγκαία προϋπόθεση είναι να έχουμε ρυθμό ανάπτυξης πάνω από το πρωτογενές πλεόνασμα (2-2,5%). Υπό τις παρούσες συνθήκες αυτό είναι αδύνατο, καθώς η οικονομία μπαίνει σε βαριά ύφεση λόγω της υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και της έκτακτης εισφοράς αλλά και των επερχόμενων απολύσεων». Και κατέληξε εκτιμώντας ότι «τα νέα μέτρα ενοχοποιούν την επιχειρηματικότητα και το κέρδος».