Η πολυαναμενόμενη συμφωνία φαίνεται να καταλήγει σε ένα μεταλλαγμένο υφεσιακό πρόγραμμα που θα παρατείνει την περίοδο «υπανάπτυξης» της χώρας και θα αποδυναμώσει εκ νέου την παραγωγική δυναμική της, επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ, μεγαλώνοντας τη λίστα των φορέων της αγοράς που αντιδρούν.
«Δυστυχώς, τα μέτρα που κατατέθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, και τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τους εταίρους ως μια ‘καλή και στέρεη βάση για συμφωνία’, αποτελούν για την πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων εργαλείο κατεδάφισης του παραγωγικού ιστού της χώρας» προσθέτει, ρίχνοντας ευθύνες και στους εταίρους.
Όπως επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ στην ανακοίνωσή της «κατά τη διάρκεια των 5 τελευταίων μηνών (της θητείας της νέας κυβέρνησης), η ΓΣΕΒΕΕ στάθηκε κριτικός αρωγός της διαπραγματευτικής προσπάθειας για την επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης συμφωνίας που θα απελευθέρωνε τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και θα ενίσχυε την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα.»
» Παρά τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες που υπέστη η οικονομία από τη χρηματοπιστωτική ασφυξία και την οικονομική αβεβαιότητα -τα οποία αποτελούν ασφαλώς ευθύνη και των «φίλων» δανειστών- αναμέναμε ότι η διαπραγμάτευση θα μας οδηγούσε σε ένα καλύτερο σημείο ισορροπίας, δίνοντας ώθηση στην εγχώρια οικονομία και επαναφέροντας την κοινωνική ειρήνη».
«Δεν πρόκειται» αναφέρει η ΓΣΕΒΕΕ κρατώντας αποστάσεις από την κριτική της Αντιπολίτευσης, «να μπούμε στη διαδικασία να υιοθετήσουμε τα διχαστικά διλήμματα και τις έωλες εικασίες για αυτά που θα συνέβαιναν αν τα μέτρα είχαν ληφθεί νωρίτερα, αν η λιτότητα είχε άλλο μείγμα ή αν η διαπραγμάτευση γινόταν ‘αλλιώς’. Σε όλες τις πρόσφατες μελέτες και επιστημονικές αναφορές που έχει δημοσιεύσει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, επισημαίναμε τον κίνδυνο η ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε ένα διαρκές εκκρεμές αδράνειας και στασιμότητας, λόγω των υφεσιακών μέτρων και της απουσίας αναπτυξιακής στρατηγικής.»
» Με μεγάλη λύπη παρατηρούμε ότι οι κατευθύνσεις της συγκεκριμένης συμφωνίας όπως έχουν δοθεί μέσα από ένα μακρύ κατάλογο μέτρων που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, στα οποία μάλιστα αναμένεται να προστεθούν κι άλλα, θα ενισχύσει τις υφεσιακές δυνάμεις, θα πνίξει την επιχειρηματικότητα και θα αποτύχει να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τα δημόσια ταμεία».
Σε ό,τι αφορά τα επίμαχα απειλητικά για την οικονομία μέτρα η ΓΣΕΒΕΕ αναφέρει συγκεκριμένα:
– Η αύξηση της φορολογίας κερδών από το 26% στο 29% για τις επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 100.000 ευρώ σε συνδυασμό με την έκτακτη εισφορά 12% σε επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 500.000 ευρώ, συντελεί στην αναστολή των επενδυτικών πρωτοβουλιών των επιχειρήσεων, και τις οδηγεί σε άλλες ατραπούς.
Πάγια είναι η θέση μας για τη δυνατότητα εφαρμογής και αξιοποίησης του αφορολόγητου αποθεματικού, στο βαθμό που αυτό συνδέεται με νέες επενδύσεις. Επισημαίνουμε ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων σήμερα λειτουργεί στο 60% των παραγωγικών δυνατοτήτων.
– Η μη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ χωρίς τη στοιχειώδη παραμετροποίηση του (προσαρμογή αντικειμενικών αξιών, μειωμένη εισφορά για όσους έχουν δάνεια και για όσους έχουν ανοίκιαστα), συνιστά μια επιπρόσθετη επιβάρυνση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τη στιγμή που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανέρχονται πλέον σε 100 δισ. ευρώ, δημιουργεί ερωτηματικά η συνέχιση της επιβολής του.
– Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9% σε εργαζόμενους και εργοδότες που συνοδεύεται από αύξηση εισφορών στα επικουρικά ταμεία, θα ενισχύσει τα φαινόμενα αδήλωτης εργασίας και θα αυξήσει το μη μισθολογικό κόστος. Η αύξηση του κόστους αυτού είτε θα μετακυλισθεί στις τιμές, είτε θα οδηγήσει σε λουκέτα και ανεργία.
– Η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης στα υψηλότερα κλιμάκια μπορεί να μοιάζει με δίκαιο μέτρο, όμως παραβιάζει κάθε έννοια καθιέρωσης ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου. Δεν κατανοούμε γιατί δεν εφαρμόζεται ένας ενιαίος φορολογικός συντελεστής.
– Παραμένει ασαφές το τοπίο σχετικά με την αύξηση ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα, την εστίαση, τα συσκευασμένα αγαθά και το καθεστώς ΦΠΑ των νησιωτικών περιοχών. Θεωρούμε ότι οποιαδήποτε αύξηση θα οδηγήσει σε κατάρρευση των επιχειρήσεων στους κλάδους τροφίμων και εστίασης και θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ποιους άραγε εξυπηρετεί η εμμονή των εταίρων και πιστωτών μας στην αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στον τουρισμό, την εστίαση και τις νησιωτικές περιοχές, αν όχι τους ανταγωνιστές της χώρας;
Σημαντικές ευθύνες έχουν οι εταίροι
Εν κατακλείδι, λέει η ΓΣΕΒΕΕ, «η πολυαναμενόμενη συμφωνία φαίνεται να καταλήγει σε ένα μεταλλαγμένο υφεσιακό πρόγραμμα που θα παρατείνει την περίοδο ‘υπανάπτυξης’ της χώρας και θα αποδυναμώσει εκ νέου την παραγωγική δυναμική της.»
» Ασφαλώς, σημαντικό μερίδιο ευθύνης για αυτές τις κατευθύνσεις έχουν οι θεσμικοί εταίροι, οι οποίοι συνεχίζουν να αγνοούν χαρακτηριστικά τις επιπτώσεις των υφεσιακών μέτρων που ελήφθησαν τα προηγούμενα χρόνια, δοκιμάζουν με τις αντιφατικές δηλώσεις τους την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία και δυστυχώς ενισχύουν με αυτή τη συμπεριφορά τις φυγόκεντρες δυνάμεις από το ευρωπαϊκό όραμα».
Η ΓΣΕΒΕΕ «θεωρεί ότι ευρωπαϊκό όραμα, αλληλεγγύη και αναπτυξιακή στρατηγική είναι αλληλένδετα και καλεί κυβέρνηση και θεσμικούς φορείς να αντιληφθούν το μέγεθος των επιπτώσεων που θα επιφέρει ένα νέο κύμα μέτρων και να προβούν στις αναγκαίες προσαρμογές».