Σύμφωνα με έγγραφα που αποκαλύφθηκαν από τον Guardian, η Ελισάβετ Β’, βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, άσκησε επιτυχώς πιέσεις στην κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας, προκειμένου να αλλάξουν διατάξεις νομοσχεδίου με τελικό σκοπό να μην δημοσιοποιηθούν στοιχεία για την ιδιωτική της περιουσία.
Μια σειρά κυβερνητικών υπομνημάτων που αποκαλύφθηκαν στα Εθνικά Αρχεία αναφέρουν ότι ο προσωπικός δικηγόρος της Ελισάβετ άσκησε πιέσεις σε υπουργούς και διοικητικά στελέχη προκειμένου να τροποποιήσουν το υπό διαμόρφωση νομοσχέδιο με στόχο να αποτραπεί η δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της βασίλισσας.
Μετά την παρέμβαση της βασίλισσας, η κυβέρνηση εισήγαγε μια διάταξη στο νομοσχέδιο σύμφωνα με την οποία εξαιρούνταν από τα νέα μέτρα διαφάνειας οι εταιρείες στις οποίες είχαν επενδύσεις μεταξύ άλλων και «αρχηγοί κρατών».
Σε αντίθεση με την πιο γνωστή διαδικασία αυτή της «βασιλικής σύμφωνης γνώμης», (η οποία σηματοδοτεί τη στιγμή που ένα νομοσχέδιο γίνεται νόμος), στη «βασιλική συναίνεση» πρέπει να ζητηθεί η συναίνεση της Βασίλισσας προτού εγκριθεί η νομοθεσία από το κοινοβούλιο.
Στη «βασιλική συναίνεση» οι υπουργοί έχουν την υποχρέωση να ενημερώσουν τη Βασίλισσα σε περίπτωση που η προτεινόμενη νομοθεσία μπορεί να επηρεάσει τα βασιλικά προνόμια ή τις ιδιωτικές τοποθετήσεις του στέμματος.
Ο ιστότοπος της βασιλικής οικογένειας περιγράφει τη διαδικασία της «βασιλικής συναίνεσης» ως «μια μακρά εδραιωμένη σύμβαση», ενώ μελετητές και ιστορικοί τείνουν να τη θεωρούν ως ένα αδιαφανές αλλά αβλαβές παράδειγμα της επίδειξης που περιβάλλει τη μοναρχία.
Ωστόσο, τα έγγραφα που δημοσιεύεσε ο Guardian, υποδηλώνουν ότι η διαδικασία συναίνεσης, η οποία δίνει στη Βασίλισσα και στους δικηγόρους της την εκ των προτέρων γνώση των νομοσχεδίων που έρχονται στο κοινοβούλιο, της επέτρεψε να ασκήσει κρυφά πιέσεις για νομοθετικές αλλαγές.