Προς το συμφέρον και των δύο πλευρών η παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε.

Μια ημέρα μετά τους συμβιβασμούς που πρότεινε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ως απάντηση στο αίτημα της Βρετανίας για μεταρρυθμίσεις, οι ευρωβουλευτές συζήτησαν το ζήτημα, με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής στις 18-19 Φεβρουαρίου. Οι περισσότεροι ευρωβουλευτές τόνισαν ότι η παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών, ωστόσο αμφισβήτησαν ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ζητηθεί.

Δημοψήφισμα για την παραμονή στην Ε.Ε.

Από το 1973 που εισχώρησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η Βρετανία έχει μια αμφίρροπη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ αξιοποιεί τις οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρονται από την ενιαία αγορά, συχνά είναι απρόθυμη να ενσωματώσει άλλες πολιτικές της Ένωσης.

Η κυβέρνηση αποφάσισε τώρα, να επαναδιαπραγματευθεί ορισμένες πτυχές της συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ και στη συνέχεια να διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της χώρας στην ΕΕ.

Στη διάρκεια της συζήτησης στην ολομέλεια του ΕΚ, ο Ολλανδός Υπουργός Εξωτερικών Bert Koenders, εκπροσωπώντας το συμβούλιο δήλωσε: “είναι ύψιστης σημασίας να μπορούμε να συνεχίσουμε τον εποικοδομητικό διάλογο για το πώς θα κάνουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση καλύτερη, τόσο για τη Βρετανία όσο και για τα υπόλοιπα κράτη μέλη¨.

Ο υπουργός είπε ότι οι κυβερνήσεις εξετάζουν τρόπους για να ανταποκριθούν στις ανησυχίες της Βρετανίας αλλά “τελικά ο Βρετανικός λαός θα αποφασίσει αν θέλει να παραμείνει ή όχι στην Ένωση”.

Ο Σαϊντ Κεμάλ, ο βρετανός επικεφαλής της ομάδας των Μεταρρυθμιστών στο ΕΚ, καλωσόρισε την απόφαση της κυβέρνησης για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. “Δεν πρέπει να φοβόμαστε να ρωτήσουμε τους πολίτες τι επιθυμούν”, δήλωσε και πρόσθεσε ότι ενώ τα ευρωπαϊκά όργανα πιέζουν για περαιτέρω ολοκλήρωση , οι άνθρωποι στη Βρετανία πίστεψαν ότι συμμετείχαν σε μια κοινή αγορά: “Αν αυτό δεν επιλυθεί, η Βρετανία θα συνεχίσει να έχει διφορούμενη σχέση με την ΕΕ”.

Τα αιτήματα της Βρετανίας

Σε γράμμα του προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ντόναλτ Τουσκ, τον Νοέμβριο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ζήτησε μεταρρυθμίσεις στους τομείς της οικονομικής διακυβέρνησης, τη ανταγωνιστικότητας, της κυριαρχίας και του μεταναστευτικού. Αυτές συμπεριλαμβάνουν για παράδειγμα, την απαλλαγή της Βρετανίας από την υποχρέωση να εργαστεί για την “ολοκλήρωση της Ένωσης” που αναφέρουν οι συνθήκες, να μην είναι υποχρεωμένη να παρέχει στους μετανάστες εργάτες από άλλες χώρες της ΕΕ, άμεση πρόσβαση στα εργασιακά επιδόματα και την κοινωνική στέγαση αλλά και την απαλλαγή των χωρών που δεν συμμετέχουν στην νομισματική ένωση από την υποχρέωση να πληρώνουν για το ενιαίο νόμισμα.

Στις 2 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος Τουσκ, απάντησε με συμβιβαστική πρόταση στα αιτήματα της βρετανικής κυβέρνησης.

Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, καλωσόρισε τις προτάσεις του Τουσκ. “Η συμφωνία που προτείνεται είναι δίκαιη και για τη Βρετανία και για τα υπόλοιπα 27 κράτη μέλη αλλά και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο”, δήλωσε ο πρόεδρος Γιουνκέρ. Πρόσθεσε ότι “η Βρετανία ωφελείται από περισσότερα πρωτόκολλα από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος”.

Ο επικεφαλής του ΕΛΚ Μάνφρεντ Βέμπερ (Γερμανία), χαρακτήρισε τις προτάσεις του Τουσκ ως “καλή βάση” για συμφωνία με τη Βρετανία. “Θέλουμε η Βρετανία να μείνει στην ΕΕ και ο βρετανικός λαός να πειστεί για το γεγονός ότι είναι καλύτερα να μείνει στην οικογένεια¨, είπε και προειδοποίησε ότι “δεν θέλουμε μια βρετανική Ευρώπη, θέλουμε μια πρόταση που θα μιλάει για την Ευρώπη όλων”.

Ωστόσο, ορισμένοι ευρωβουλευτές εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για ορισμένες από τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, ενώ άλλοι τις απέρριψαν συνολικά.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο ΕΚ Γκάμπριελ Ζίμερ, καταδίκασε το ενδεχόμενο κατάργησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της ΕΕ και είπε ότι “έτσι θάβεται η ιδέα της κοινωνικής Ένωσης”.

Ο Νάιτζελ Φάραζ (Ευρώπη Ελευθερία και Άμεσης Δημοκρατίας, Βρετανία), ήταν επικριτικός στις προτεινόμενες αλλαγές. Είπε ότι η διαπραγμάτευση του Κάμερον ξεκίνησε με φιλόδοξες προθέσεις, όπως η αλλαγή της Συνθήκης, ο έλεγχος της ελεύθερης κυκλοφορίας αλλά και θεμελιώδεις αλλαγές στις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ. “Και αυτό που πήραμε είναι μια επιστολή από τον κ. Τουσκ, στην οποία δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη Συνθήκη, καμία δύναμη δεν επιστρέφεται στη Βρετανία και δεν υπάρχει έλεγχος τν συνόρων. Είναι πραγματικά θλιβερό”.

Η Νταιάν Ντοτς (μη εγγεγραμμένοι, Βρετανία), επέκρινε επίσης το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, λέγοντας ότι “αποτελεί μια αποτυχία του Βρετανού πρωθυπουργού να ορθώσει το ανάστημά του για τη Βρετανία”.

Η στάση της Ε.Ε.

Πολλοί ευρωβουλευτές τόνισαν ότι είναι καλύτερο και για τις δύο πλευρές να μείνουν μαζί. Ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών Τζιάνι Πιτέλα (Ιταλία), δήλωσε “είναι απαραίτητο για την Βρετανία να μείνει στην ΕΕ. Εκτός ΕΕ, είναι αδύναμη. Πρέπει να μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά για τα πλεονεκτήματα που έχουν οι βρετανοί πολίτες ΄ως μέλη της ΕΕ”.

Ο Γκι Φερχόφσταντ (Φιλελεύθεροι, Βέλγιο), είπε ότι η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ θα μειώσει της επιρροή της. “Η Ευρώπη χωρίς την Βρετανία δεν μετράει, δεν αποτελεί αντίβαρο έναντι της Κίνας, της Ρωσίας ή των ΗΠΑ. Είναι αντίβαρο απέναντι στον Πούτιν, ο οποίος  κερδίζει αυτό το παιχνίδι, γιατί ο Πούτιν επιθυμεί μια διαιρεμένη Ευρώπη”.

“Για μένα είναι μία από αυτές τις στιγμές που πρέπει να μιλήσουμε για την Ευρώπη, από που ήρθαμε για παράδειγμα. Κι αυτό μπορεί να το απαντήσει πολύ εύκολα, γιατί ήρθαμε από πόλεμο και καταφέραμε να έχουμε ειρήνη”., δήλωσε η συμπρόεδρος των Πρασίνων Ρεμπέκα Χαρμς (Γερμανία).

Ο μοναχικός δρόμος

Δεν ήταν όλοι οι ευρωβουλευτές που συμφώνησαν ότι η Βρετανία πρέπει να παραμείνει στην ΕΕ. Η Μαρίν Λεπέν (Ευρώπη Εθνών, Γαλλία), δήλωσε ότι “οι Βρετανοί πήραν αρκετή γεύση από την ΕΕ και τώρα θέλουν να βγουν από αυτή. Έχασαν την κυριαρχία τους, την ικανότητά τους να λύνουν προβλήματα σε εθνικό επίπεδο, έχουν το δικό τους τρόπο να δουν αυτό, τη δική τους κουλτούρα”.

Πηγή: ΑΜΠΕ