Πριν ακριβώς 20 χρόνια το Λίμπεκ έζησε μια ανθρώπινη τραγωδία. Τα χαράματα της 18ης Ιανουαρίου του 1996, ένα προσφυγικό κατάλυμα με 48 ανθρώπους τυλίχτηκε στις φλόγες. Ορισμένοι πήδηξαν από τα παράθυρα για να σωθούν, άλλοι έπαθαν ασφυξία από τις αναθυμιάσεις. Ο απολογισμός, 7 νεκροί, 38 τραυματίες, πολλοί από αυτούς σοβαρά. Ήταν η χειρότερη εμπρηστική επίθεση εναντίον προσφύγων στη νεώτερη ιστορία της Γερμανίας.
Σήμερα, στη θέση του καταλύματος βρίσκεται χώρος πάρκινγκ μιας εταιρείας. Ακριβώς απέναντι μια πινακίδα θυμίζει την καταστροφή. Και φέτος ο Μίχαελ Μπουτεγιέ βρέθηκε εκεί. Δεν είναι τυχαίο. Επί 12 χρόνια ο Μπουτεγιέ ήταν δήμαρχος της πόλης, ακόμη και εκείνη τη μοιραία νύχτα. Είναι χαρακτηριστικό για το πολιτικό κλίμα της εποχής ότι όταν ο δήμαρχος εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να συγκρατήσει τα δάκρυά του μπροστά από τις ανοιχτές κάμερες, το αντιπολιτευόμενο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα τον κατηγόρησε για «υπερβολική ταραχή». Την ίδια ταραχή μπορεί κανείς να παρατηρήσει ακόμη και σήμερα στον τότε δήμαρχο. Γιατί ο εμπρησμός στον προσφυγικό καταυλισμό δεν ήταν και ο μοναδικός.
Ο νυν δικηγόρος κάνει λόγο για τέσσερα αλλεπάλληλα χρόνια εμπρησμών: το 1994 εμπρησμός στη συναγωγή της πόλης, το 1995 νέα απόπειρα εμπρησμού της ίδιας συναγωγής, το 1996 εμπρησμός στο προσφυγικό καταυλισμό και το 1997 εμπρησμός σε μια καθολική εκκλησία, ο ιερέας της οποίας την παραχώρησε ως κατάλυμα σε μια αλγερινή οικογένεια.
Ο Μπουτεγιέ δεν αναφέρει ότι εκείνη την εποχή έγινε στόχος επίθεσης με βόμβα παγιδευμένη σε πακέτο. Μια συνεργάτιδά του τραυματίστηκε σοβαρά. Εκείνο που τον οργίζει ιδιαίτερα είναι ότι μέχρι σήμερα δεν διαλευκάνθηκε ο θάνατος των 10 ανθρώπων. Οι ανακρίσεις ήταν μονομερείς και στράφηκαν μόνο στους κατοίκους του καταυλισμού. Όπως και στις δολοφονίες της νεοναζιστικής NSU οι ανακριτές παρέλειψαν να εξετάσουν μαρτυρίες για ακροδεξιούς δράστες. Ξαφνικά αποδεικτικά στοιχεία εξαφανίστηκαν.
Την εκδοχή επιβεβαιώνει και ο Βολφ-Ντίτερ Φόγκελ. Ο δημοσιογράφος από το Βερολίνο, έπειτα από ενδελεχείς έρευνες, έγραψε βιβλίο για τον εμπρησμό στο Λίμπεκ και ακόμη και στον τίτλο του κάνει λόγο για δικαστικό σκάνδαλο. Μιλώντας στη DW περιγράφει τις έρευνες των αστυνομικών και τις υποψίες τους για τυχόν ανάμειξη κατοίκων του ξενώνα σε εγκληματικές ενέργειες. «Από την άλλη όμως δεν εξάντλησαν στις ανακρίσεις τους με συνέπεια την εκδοχή του εμπρησμού από δράστες με ρατσιστικά κίνητρα, δεδομένου ότι εκείνη την ώρα εθεάθησαν ακροδεξιοί στην περιοχή». Σε αντίθεση με τότε, ο Φόγκελ διαπιστώνει μια θετική εξέλιξη: την αλληλεγγύη του πληθυσμού απέναντι στους πρόσφυγες, αλλά τον απασχολεί ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των εμπρηστικών επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων.
Την ανησυχία του μοιράζεται ο Μπερντ Μέσοβιτς, υποδιευθυντής της οργάνωσης Pro Asyl. 126 εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον προσφυγικών καταλυμάτων είχε καταμετρήσει πέρυσι, μια κάθε τέταρτη μέρα. «Σαν από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς» λέει ο Μέσοβιτς στη DW. Μόνο πέρυσι η Pro Asyl κατέγραψε 528 επιθέσεις σε προσφυγικούς ξενώνες. Ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Εγκληματικότητας (BKA) Χόλγκερ Μινχ, αποδίδει τον τετραπλασιασμό των επιθέσεων «στην εκμετάλλευση των επιφυλάξεων που διακατέχουν το πληθυσμό και που λειτουργούν άκρως πολωτικά από δυνάμεις του δεξιού τόξου». Με επιτυχία, όπως είπε σε ετήσιο συνέδριο του BKA, δεδομένου ότι το 70% των υπόπτων για εμπρησμούς εναντίον προσφυγικών ξενώνων δεν φαίνεται να είχαν καμιά σχέση με το πολιτικό έγκλημα.
Πηγή: DW