«Θέλω να τον σκοτώσουν» λέει η μητέρα του 17χρονου για τον αστυνομικό που κατηγορείται για τον θάνατο του γιου της στη Βοιωτία

Λίγη ώρα μετά την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο αστυνομικός με περιοριστικό όρο την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η μητέρα του θύματος, του 17χρονου Ρομά που έπεσε νεκρός από πυροβολισμό, δεν κατάφερε να συγκρατήσει την οργή της.

«Γιατί αφέθηκε ελεύθερος ο δολοφόνος του παιδιού μου; Θα του άρεσε να το κάνουν στο παιδί του; Να τον σκοτώσουν και να το νεκροφιλήσει; Ένα παιδί πονόψυχο. Δούλευε και πήγαινε σχολείο» είπε στον Alpha η κυρία Τασία, μητέρα του 17χρονου.

«Θέλω να τον σκοτώσουν. Γιατί είμαι χαροκαμένη. Ποιος θα μου φέρει το παιδί μου πίσω; Δεν θέλω να ξαναβγεί στην κοινωνία. Ούτε τον ήλιο να μην έβλεπε» προσθέτει.

Από την πλευρά της, η νονά του 17χρονου, κυρία Μάγδα, ανέφερε τα εξής: «Πάντα τον συμβούλευα, τον μάλωνα να μην οδηγεί. Μου έλεγε ”πρέπει να οδηγήσω για να πάω για δουλειά”. Αναγκάστηκε από τα 15 του, όταν πέθανε ο πατέρας του, να πάει για δουλειά για να βοηθήσει την υπόλοιπη οικογένεια του. Ο αστυνομικός αυτός αφαίρεσε μία ζωή, χωρίς να ελέγξει τίποτα. Λυπάμαι για τη Δικαιοσύνη. Αυτό το παιδί δεν έρχεται πίσω».

Στο απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε στις Αρχές ο 41χρονος αστυνομικός ανέφερε μεταξύ άλλων πως «δυστυχώς το όλο συμβάν, οφείλεται σε μια τραγική συγκυρία, αφού εάν η κάννη του όπλου είχε μετά την ενέργεια του αείμνηστου θύματος μετατοπιστεί έστω και για ένα εκατοστό πιο κει, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό και θα τον είχαμε κοντά μας».

Στο υπόμνημα, ο κατηγορούμενος αστυνομικός, αναφέρει και τα όσα προηγήθηκαν του θανάσιμου τραυματισμού του 17χρονου περιγράφοντας χαρακτηριστικά:

«Αφού λοιπόν άνοιξα την πόρτα του οδηγού και έχοντας λάβει προφυλάξεις ούτως ώστε το σώμα μου να βρίσκεται εκτός του ανοίγματος της πόρτας του οδηγού, και συγκεκριμένα στο σημείο όπου χωρίζονται η πίσω από την μπροστινή πόρτα, και κρατώντας στο δεξί μου χέρι το υπηρεσιακό μου όπλο επανειλημμένα φώναζα «Αστυνομία», «Κατέβα κάτω».

Με το αριστερό μου χέρι άρπαξα τον αείμνηστο από τον δεξιό ώμο, σκύβοντας μέσα στο αυτοκίνητο, αφού αντιστεκόταν και αρνιόταν να εξέλθει του αυτοκινήτου. Σε αυτό το σημείο ο αείμνηστος είχε πλέον με το πάνω μέρος του σώματός του στραφεί σε μια θέση με κλίση αριστερά εμπρός – σκύψιμο και ενώ το δεξί μου χέρι, που κρατούσε το όπλο βρισκόταν πολύ κοντά σε απόσταση περίπου 50 – 60 εκατοστών από το σώμα του αείμνηστου, μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ συγχρόνως συνέχισα να τον τραβώ από τον ώμο για να τον βγάλω έξω, σε εκείνο το χρονικό σημείο που το σώμα του κινούμενο πλησίασε το δεξί μου χέρι, εκείνος πιθανότατα από φόβο, λόγω του ότι το όπλο ήταν πολύ κοντά του, έκανε τη μοιραία κίνηση με το εξωτερικό μέρος της παλάμης του, και φέρνοντας το χέρι του μπροστά στην κάνη, απώθησε με βίαιο τρόπο το όπλο μου, με αποτέλεσμα αυτό να εκπυρσοκροτήσει, γιατί αυτή η βίαιη κίνηση του προκάλεσε την ενεργοποίηση της σκανδάλης χωρίς εγώ ποτέ να την πατήσω.

Γι’ αυτό άλλωστε, όπως προκύπτει από το βίντεο ηχητικό ντοκουμέντο η ανθρώπινη αντίδραση μου είναι η με ουρλιαχτά και λυγμούς φράση «τι έκανες ρε φίλε». Δυστυχώς το όλο συμβάν, οφείλεται σε μια τραγική συγκυρία, αφού εάν η κάννη του όπλου είχε μετά την ενέργεια του αείμνηστου θύματος μετατοπιστεί έστω και για ένα εκατοστό πιο κει, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό και θα τον είχαμε κοντά μας».

«Κινήθηκα προς την πλευρά της πόρτας του οδηγού φωνάζονας δυνατά «Αστυνομία», «Σβήστο», «Κατέβα κάτω», «Σταμάτα», χωρίς να έχω ακόμα βγάλει από τη θήκη του το όπλο μου, όπως βεβαιώνει και ο αυτόπτης μάρτυρας Κ. Δ.

Όταν ο οδηγός αγνόησε τις σαφείς εντολές μου, αναγκάστηκα, επειδή το όχημα ήταν εγκλωβισμένο και ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να τον ακινητοποιήσω καθώς έδειχνε διάθεση να διαφύγει πάλι, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή μου, αφού θα μπορούσε ο οδηγός να είναι ένοπλος και να με πυροβολήσει, να κινηθώ από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, χωρίς να κρατάω όπλο αρχικά, να χτυπήσω με το χέρι μου το τζάμι της πόρτας του οδηγού απαιτώντας για άλλη μια φορά να σβήσει τη μηχανή, να ανοίξει την πόρτα και να εξέλθει του αυτοκινήτου.

Όταν για δεύτερη φορά ο οδηγός του ύποπτου οχήματος αδιαφόρησε για τις εντολές μου, και επειδή δεν μπορούσα να δω πόσα άτομα ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, αφού παρά τα φώτα, τα τζάμια ήταν κατάμαυρα και δεν έβλεπα τίποτα, έβγαλα το υπηρεσιακό μου όπλο από τη θήκη, με το δεξί μου χέρι, το οποίο δεν έχει ασφάλεια, το όπλισα και συνέχισα να φωνάζω στον οδηγό να βγει έξω και να σβήσει την μηχανή.

Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα, που δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα ακριβώς, λόγω και της εντάσεως των στιγμών, με το αριστερό μου χέρι άνοιξα την πόρτα του οδηγού, και για πρώτη φορά είδα, όσο μπορούσα να δω μέσα στο σκοτάδι, ότι στη θέση του οδηγού ήταν ένας άντρας που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να υπολογίσω την ηλικία του, ούτε τη σωματική του διάπλαση, αλλά ο οποίος είχε στοιχεία επικινδυνότητας, όπως αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός το οποίο προέκυψε αργότερα κατά την έρευνα στο αυτοκίνητο όπου στην ανοιχτή θήκη της πόρτας του οδηγού ευρέθει ένα επικίνδυνο όπλο με μεγάλη λάμα, στη δε ανοιχτή θήκη της πόρτας του συνοδηγού ανευρέθει ένα μεγάλο κατσαβίδι το οποίο είναι εντελώς άσχετο με την ηλικία και τις καθημερινές ενασχολήσεις του θύματος, του αδελφού του και της μητέρας τους».