Με δάκρυα στα μάτια κατέθεσε τη Δευτέρα στο δικαστήριο η μητέρα θύματος της πυρκαγιάς στο Μάτι, τον Ιούλιο του 2018. Η κ. Μαρία Διονυσιώτη, η οποία έχασε την κόρη της και τον εγγονό της, αναφέρθηκε στο σημείωμα αποχαιρετισμού που είχε υπαγορεύσει στους διασώστες το παιδί της, λίγο πριν τη διασωληνώσουν.
«Νοσοκομείο Ελπίς έγραφε το χαρτί. Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα (σύζυγό της) για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγαλώσαμε με αρχές και αξίες και ότι θα μας αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μάς είπε “δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα, δε μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε” ανέφερε κλαίγοντας η μάρτυρας, η οποία κατέθεσε ότι δεν την άφηναν να δει το παιδί της.
«Δε με άφηναν να τη δω στην Εντατική. Μου λέγανε ότι “έχουν καεί λίγο τα ματάκια της, θα τη δεις αύριο”. Την άλλη μέρα, μου έλεγαν “έχουν καεί λίγο τα χεράκια της, θα τη δεις αύριο”. Πέρασαν 11 μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ. Κάποια στιγμή ήρθε ο γαμπρός μου κλαίγοντας και μου είπε:
“Η Μαργαριτουλα μας έφυγε, δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας. Πήγε μαζί του”. Τα παιδιά μας τα χάσαμε, μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουν να πονάνε κι εμείς μαζί τους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Εγώ δε ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη μετά τον θάνατο του γιου μας.
Ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Έκανε ένα καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι, κατάφερε να ζήσει πολύ λίγο. Εγώ το σπίτι μου δεν το έφτιαξα. Ούτε θέλω να το φτιάξω. Την επιδότηση που δικαιούμαι για το καμένο μου σπίτι να την πάρει ο κύριος Ψινάκης να αντικαταστήσει τους φοίνικες που του καήκανε. Αυτό ήταν το μέλημά του. Ούτε μετά είχαμε βοήθεια, μόνο από εθελοντές, φίλους και συγγενείς» κατέληξε στην κατάθεσή της.
«Ημιλιπόθυμη στη θάλασσα με το βρέφος αναίσθητο στην αγκαλιά της»
Νωρίτερα, ο σύζυγός της περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που έκανε για να βρει την κόρη του και τον εγγονό του. Όταν τελικά τους εντόπισε, ήταν αργά.
«Ήταν ημιλιπόθυμη μέσα στη θάλασσα και το βρέφος αναίσθητο στην αγκαλιά της. Η κόρη μου βγήκε βασταζόμενη από μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενός διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω το γαμπρό μου, του ‘πα “να ‘σαι όσο πιο πολύ ψύχραιμος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά”. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό και ο διασώστης, που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις. Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με τον διασώστη για Παίδων.
Έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με τον γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων για το μωρό, το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μού είπαν αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα, κάτι θα κάναμε. Αργήσατε. Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλάσσης, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε» ανέφερε ο μάρτυρας, ζητώντας παράλληλα δικαίωση για τους ανθρώπους του. «Η οικογένειά μου εδώ και τέσσερα μισή χρόνια δε ζει, υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.