«Η κατάσταση παραμένει επιβαρυμένη. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τηρήσουμε τα μέτρα τα οποία έχει λάβει η Πολιτεία. Δεν εφησυχάζουμε, δεν χαλαρώνουμε. Το σύστημα υγείας έχει αντέξει και θα παραμείνει όρθιο», τόνισε ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης, μετά τη συνάντηση με το προεδρείο του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (ΙΣΘ).
Ο κ. Κοντοζαμάνης ανέφερε ακόμη πως γίνεται προσπάθεια αποσυμφόρησης και ενίσχυσης των νοσοκομείων, ενώ ερωτηθείς για τις επιτάξεις ιδιωτικών κλινικών απάντησε πως «ό,τι χρειαστεί θα κάνουμε», επισημαίνοντας πως «η νομοθεσία μας δίνει όλα τα όπλα ώστε να αντιμετωπίσουμε και το χειρότερο σενάριο».
Αναφορικά, δε, με τον αριθμό των κρουσμάτων στη Θεσσαλονίκη επισήμανε -μεταξύ άλλων- πως υπάρχουν εισαγωγές στα νοσοκομεία σε χαμηλότερο βαθμό απ’ ό,τι πριν από τη λήψη των περιοριστικών μέτρων, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τελειώνει το lockdown ή ότι θα πρέπει να υπάρχει χαλάρωση. «Έχουμε δρόμο ακόμη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνάντηση με τον ΙΣΘ, στην οποία, όπως ανέφερε ο κ. Κοντοζαμάνης «επιβεβαιώθηκε η πρόθεση του Συλλόγου, οι ιδιώτες γιατροί να στηρίξουν το σύστημα υγείας στη Θεσσαλονίκη και τη βόρεια Ελλάδα», το προεδρείο του Συλλόγου εξέφρασε την εκτίμηση ότι «οποιαδήποτε συζήτηση για άρση του lockdown, καθώς και άνοιγμα της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κρίνεται πρόωρη και σχεδόν αδύνατη πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς».
Επικαλούμενος την επιδημιολογική εικόνα της πόλης, τα ευρήματα από τις έρευνες του ΑΠΘ και την κατάσταση που επικρατεί στις ΜΕΘ των νοσοκομείων της Βόρειας Ελλάδας ο πρόεδρος του ΙΣΘ Νίκος Νίτσας τόνισε ότι «έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια χρόνου για βιαστικές ή εσφαλμένες αποφάσεις και πρέπει να αξιοποιούμε την ευρωπαϊκή εμπειρία στους σχεδιασμούς χωρίς να στρέφεται το υπουργείο εναντίον των γιατρών, αλλά αντιθέτως να συνεργάζεται μαζί τους γιατί αυτοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πολέμου»
Ο πρόεδρος του ΙΣΘ ενημέρωσε τον υφυπουργό για το ενδιαφέρον ιδιωτών γιατρών της πόλης, να συνδράμουν στην προσπάθεια των συναδέλφων τους στο δημόσιο, σημειώνοντας ότι είναι εκατοντάδες και ζητώντας θεσμοθέτηση της εθελοντικής προσφοράς καθώς και δυνατότητα μερικής απασχόλησης, «ώστε άμεσα, χωρίς γραφειοκρατικά προσκόμματα, να δοθεί η δυνατότητα σε ακόμη περισσότερους ιδιώτες γιατρούς να βρεθούν στο πλευρό των νοσοκομειακών συναδέλφων».
Αντίστοιχα, το προεδρείο του ΙΣΘ ζήτησε «να υπάρξει πρόνοια για όσους γιατρούς μένουν εκτός εργασίας λόγω νόσησης από κορωνοιό, καθώς και για τις οικογένειες εκείνων που έχασαν τη μάχη αγωνιζόμενοι στην πρώτη γραμμή». Εξέφρασε δε την άποψη ότι η Θεσσαλονίκη «παρέμεινε μακριά από τις δωρεές στο ΕΣΥ για δημιουργία νέων κλινών covid-19, που οδήγησαν σε βελτίωση των συνθηκών στην Αθήνα» και «η μετατροπή κλινών ΜΕΘ σε κλίνες covid-19, είναι μια λύση ανάγκης, επιβεβλημένη κάτω από τις παρούσες συνθήκες, αλλά δεν πρέπει να αποτελέσει μόνιμη κατάσταση καθώς η νοσηρότητα στα υπόλοιπα εκτός covid-19 νοσήματα συνεχίζεται», επομένως «γίνεται αντιληπτό, ότι η πόλη και τα νοσοκομεία μας, χρειάζονται άμεσα δημιουργία νέων κλινών ΜΕΘ με ανάλογες προσλήψεις προσωπικού και εξειδικευμένων γιατρών».
Σε ό,τι αφορά το εργασιακό περιβάλλον των γιατρών, το προεδρείο του ΙΣΘ ανέπτυξε και τις θέσεις του σχετικά με την ενίσχυση του ΕΣΥ με μόνιμο προσωπικό καθώς την κάλυψη οργανικών θέσεων και την αποκατάσταση των αποδοχών των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, στα προ του 2014 επίπεδα, με ταυτόχρονη σταδιακή εναρμόνισή τους με τις αποδοχές χωρών του εξωτερικού.
Σχετικά με τη διατίμηση στα τεστ κορωνοϊού, ο Ιατρικός Σύλλογος, σημειώνοντας πως οι τιμές που προβλέπονται είναι κάτω του κόστους και ότι δεν προηγήθηκε διαβούλευση για το θέμα, ζήτησε από τον υφυπουργό Υγείας να αποσυρθεί η σχετική πρόβλεψη «προκειμένου να παραμείνουν τα διαγνωστικά εργαστήρια στα χέρια των γιατρών και να εξυπηρετούνται οι πολίτες με ασφάλεια και ποιότητα». Αντιπροτάθηκε, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του ΙΣΘ, η κάλυψη του κόστους των τεστ από τον ΕΟΠΥΥ ύστερα από ενίσχυση του προϋπολογισμού του με ταυτόχρονη εφαρμογή της υπουργικής απόφασης του περασμένου Μαρτίου, που όρισε ως τιμή του μοριακού τεστ τα 85 ευρώ.