Κρας-τεστ Airbnb και μακροχρόνιας μίσθωσης: Τι συμφέρει τελικά;

Tο φαινόμενο Airbnb εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης. Γρήγορα έγινε μόδα η οποία εξελίχθηκε σε φρενίτιδα, φέρνοντας τα πάνω κάτω στην αγορά των ακινήτων.

Γειτονιές αναβαθμίστηκαν, χιλιάδες ιδιοκτήτες κατοικιών ενίσχυσαν το εισόδημά τους, οι αγοραπωλησίες ακινήτων αυξήθηκαν, ενώ οι τιμές των ενοικίων εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

Όμως, όπως συνέβη στο παρελθόν με τη φούσκα του Χρηματιστηρίου, έτσι και η φούσκα των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb αρχίζει σιγά σιγά να ξεφουσκώνει.

Η υποχώρηση των εσόδων για τους ιδιοκτήτες και τους διαχειριστές των ακινήτων είναι αναμενόμενη, καθώς η υπερπροσφορά ιδιοκτησιών έχει ξεπεράσει τη ζήτηση, σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς.

Πτωτική τάση

 

Τα έσοδα των ιδιοκτητών κατοικιών ήδη δέχονται πιέσεις. Τόσο οι πληρότητες όσο και οι τιμές ανά διανυκτέρευση κινούνται πτωτικά, όταν την ίδια στιγμή ο αριθμός των καταχωρήσεων ακινήτων για βραχυχρόνιες μισθώσεις στη χώρα μας εξακολουθεί να κινείται ανοδικά.

Ο μεγάλος ανταγωνισμός και η αυξημένη προσφορά ακινήτων στις πλατφόρμες Airbnb, Booking, και HomeAway είχαν ως αποτέλεσμα ο μέσος όρος των εσόδων από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις να σημειώσει το 2018 βουτιά κατά 28%.

Το ερώτημα είναι συμφέρει τελικά το Airbnb; Πολλοί ιδιοκτήτες που ακολούθησαν τη μόδα του Airbnb ανακαίνισαν τα σπίτια τους προκειμένου να τα αξιοποιήσουν στη συνέχεια μέσω κάποιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αρκετοί ιδιοκτήτες μετά και την ενεργοποίηση από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων της ηλεκτρονικής πλατφόρμας βραχυχρόνιων μισθώσεων υποχρεούνται να δηλώνουν τα εισοδήματα που αποκτούν.

Και μέσα σε όλα αυτά οι ιδιοκτήτες πληρώνουν τα έξοδα κοινής ωφελείας (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τηλέφωνο και Διαδίκτυο) και φυσικά τα κοινόχρηστα.

Επίσης πολλοί ιδιοκτήτες βλέπουν τα εισοδήματά τους να αρχίζουν να μειώνονται σε σχέση με λίγα χρόνια νωρίτερα.

Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι μεγαλώνει συνεχώς η προσφορά διαθέσιμων ακινήτων στις πλατφόρμες βραχυχρόνιων μισθώσεων και παράλληλα το φαινόμενο εξαπλώνεται και σε άλλες περιοχές.

Τα φθηνότερα

Πολλοί τουρίστες δεν επιλέγουν ακίνητο για βραχυχρόνια μίσθωση με βάση την περιοχή, αλλά με βάση το ημερήσιο κόστος.

Όταν μπαίνουν στις πλατφόρμες βραχυχρόνιων μισθώσεων (Airbnb, HomeAway, Booking) προτιμούν νέες συνοικίες όπως είναι η Κυψέλη, όπου οι τιμές είναι ακόμα χαμηλές, παρά τις δημοφιλείς γειτονιές όπως το Κουκάκι, όπου τα μισθώματα έχουν εκτοξευτεί στα ύψη.

Έτσι, πολλοί  σχεδιάζουν τώρα να επιστρέψουν στο καθεστώς της μακροχρόνιας μίσθωσης και αναζητήσουν εκ νέου μισθωτές για τα ακίνητά τους.

Η φορολόγηση

Νέες μορφές ελέγχου των βραχυχρόνιων μισθώσεων ακινήτων σε πλατφόρμες τύπου Airbnb προβλέπονται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή.

Στο σχετικό πίνακα με τις παρεμβάσεις για τη βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος για το 2020 περιλαμβάνεται και η αύξηση της εισπραξιμότητας εσόδων από ακίνητη περιουσία, η οποία για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις υπολογίζεται στα 60 εκατ ευρώ.

 

Η ρύθμιση του πλαισίου των βραχυχρόνιων μισθώσεων θα γίνει μετά το τέλος της τρέχουσας τουριστικής περιόδου και θα αποτελέσει συνολική κυβερνητική πρόταση, σύμφωνα με το υπουργείο Τουρισμού.

Υπενθυμίζεται πως για τα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, το τέλος στη διανυκτέρευση, που επιβαρύνει τους πελάτες των καταλυμάτων, ισχύει από το 2018.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρείχε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, τη χρονιά που πέρασε τα χρήματα από το τέλος στα ξενοδοχεία ήταν διπλάσια του προϋπολογισμού.

Αύξηση των ενοικίων

Οι τιμές στα ακίνητα έχουν αρχίσει να παίρνουν την ανηφόρα και τα μέτρα στήριξης της κτηματαγοράς αναμένεται να επιταχύνουν αυτήν την αύξηση. Αποτέλεσμα της αύξησης είναι και η άνοδος των ενοικίων, που δίνει μια καλή ευκαιρία για αύξηση των εσόδων των ιδιοκτητών. Ωστόσο συμπιέζει  ιδιαίτερα το πορτοφόλι των ενοικιαστών

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η αύξηση των τιμών το β΄ τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 ήταν 7,7% για τα «νέα» διαμερίσματα, δηλαδή ηλικίας έως 5 ετών, και 7,6% για τα «παλαιά», δηλαδή ηλικίας άνω των 5 ετών.