Στη Θεσσαλονίκη εισάγεται η πρώτη υπόθεση «ποινικής διαπραγμάτευσης» (plea bargain) μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου για μια υπόθεση που αφορά εμπλεκόμενο σε σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και λαθρεμπορία τσιγάρων. Για την υπόθεση αυτή έχουν προφυλακιστεί ήδη τέσσερα άτομα. Ο θεσμός είναι νέος και περιλαμβάνεται στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που ισχύει από την 1η Ιουλίου 2019.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ της «Καθημερινής», ο δικηγόρος του εμπλεκομένου κ. Ζαχαρίας Κεσσές υπέβαλε το σχετικό αίτημα αμέσως μετά την ισχύ της διάταξης, παρά το γεγονός ότι όλοι οι διάδικοι δεν έχουν εξοικειωθεί με τη διαδικασία και σε πολλές εισαγγελίες της χώρας θα απαιτηθεί χρόνος μέχρι να δημιουργηθεί η σχετική «κουλτούρα».
Το αίτημα έγινε δεκτό την Παρασκευή.
Σύμφωνα με το άρθρο 303 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε περιπτώσεις εγκλημάτων που διώκονται αυτεπάγγελτα –εξαιρουμένων των εγκλημάτων τρομοκρατίας, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εκείνων που συνδέονται με την οικονομική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής (βιασμός, γενετήσια πράξη με ανήλικους ή ενώπιόν τους, πορνογραφία ανηλίκων), ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή διά του συνηγόρου την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης «αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι η επιβλητέα ποινή».
Μετά την υποβολή του αιτήματος η δικογραφία διαβιβάζεται στην αρμόδια εισαγγελία που οφείλει να κρίνει «αν η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, κατάλληλη προς διαπραγμάτευση». Για να διαμορφώσει γνώμη ο εισαγγελέας καλεί τον κατηγορούμενο παρουσία του συνηγόρου του σε συζήτηση (σαν και εκείνες που βλέπουμε στις αμερικανικές ταινίες προτού αρχίσει το δικαστήριο). Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Αριστομένης Τζαννετής είχε παρατηρήσει κατά τη συζήτηση του κώδικα ότι «ορθώς η προτεινόμενη ρύθμιση περιορίζει τη διαπραγμάτευση μεταξύ του Εισαγγελέα Εφετών και του κατηγορουμένου χωρίς ανάμειξη του δικαστή. Η ρύθμιση είναι σύμφωνη με το αγγλοσαξονικό πρότυπο, το οποίο έχει υιοθετηθεί σε Ιταλία και Γαλλία. Αντιθέτως, η ενεργός ανάμειξη του δικαστή στη διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης, όπως ισχύει στη Γερμανία, είναι προβληματική, διότι φαλκιδεύει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του. Ορθώς, επίσης, το σχέδιο εξαρτά την έναρξη της διαδικασίας διαπραγμάτευσης από την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του κατηγορουμένου».
Το πλαίσιο
• Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά, η αίτηση του κατηγορουμένου καταστρέφεται και τυχόν αντίγραφά της δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία.
• Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα για την ποινή που ο τελευταίος προτείνει, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης που υπογράφεται από τις δύο πλευρές. Σε αυτό περιλαμβάνονται η ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, η ποινή που έχει συμφωνηθεί καθώς και ο τρόπος έκτισής της. Στα κριτήρια για τον καθορισμό σταθμίζονται από τον εισαγγελέα όπως άλλωστε για όλες τις ποινές η απαξία της πράξης, οι συνθήκες τέλεσής της, η προσωπικότητα και οι οικονομικοί όροι του κατηγορουμένου. Η ποινή δεν μπορεί να ξεπερνάει τα 5 χρόνια για κακουργήματα που τιμωρούνται μέχρι 10 έτη και τα 7 χρόνια για κακουργήματα που τιμωρούνται άνω των 10 ετών, ενώ για τα πλημμελήματα επιβάλλεται ποινή έως δύο ετών.
• Ο δικαστής στη δίκη που αρχίζει πέντε ημέρες μετά τη σύνταξη του πρακτικού στο Μονομελές Εφετείο έχει την επιλογή μόνο να αποδεχθεί τη συμφωνηθείσα από τις δύο πλευρές στο πρακτικό ποινή ή να τη μειώσει όχι όμως να την αυξήσει. Με πράξη του ανακριτή, ο κατηγορούμενος για τον οποίο έχει καταλήξει η συμφωνία της ποινικής διαπραγμάτευσης διαχωρίζεται από τους άλλους κατηγορουμένους (όπως μπορεί να συμβεί τώρα στη Θεσσαλονίκη).
Και στο ακροατήριο
• Στην παράγραφο 7 ο νόμος επιτρέπει τη διαπραγμάτευση «και στο ακροατήριο». Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων μπορεί να αφορά ένα έγκλημα ή και περισσότερα από αυτά. Ηδη, από το 2014 ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Χρίστος Μυλωνόπουλος είχε σημειώσει ότι: «Η διαπραγμάτευση έχει ως αποτέλεσμα να μετακυλίεται η ουσιαστική απόφαση από το δικαστήριο στον εισαγγελέα, ο οποίος έτσι εξοπλίζεται με υπερβολικές εξουσίες τις οποίες δεν του παρέχει το Σύνταγμα».
Πρωταρχικός στόχος των διατάξεων είναι η αποσυμφόρηση των ακροατηρίων από αργές διαδικασίες. Η ποινική διαπραγμάτευση εφαρμόζεται σε πολλές αγγλοσαξονικές χώρες. Ο καθηγητής Αριστομένης Τζαννετής είχε παρατηρήσει πριν από την ψήφιση της διάταξης, που αρχικά δεν προϋπέθετε την ομολογία του κατηγορουμένου, ότι: «Ολες οι ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες έχει εισαχθεί το plea bargaining (με εξαίρεση την Ιταλία η οποία όμως έχει υιοθετήσει σύστημα κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης), θέτουν ως προαπαιτούμενο για την έκπτωση της ποινής την ομολογία του κατηγορουμένου. Η απαίτηση να ομολογείται η πράξη στηρίζεται στη σκέψη ότι «για την καταδίκη του κατηγορουμένου απαιτείται νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, η οποία λόγω του ακρωτηριασμού της αποδεικτικής διαδικασίας μόνο στην ομολογία μπορεί να στηριχθεί».
Τέλος, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Λάμπρος Μαργαρίτης είπε στην «Κ» ότι «στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα διαπραγμάτευσης» και ότι συνήθως οι κατηγορούμενοι εφόσον δεν προφυλακιστούν, προτιμούν να καθυστερήσουν την «εξέλιξη της διαδικασίας ελπίζοντας σε ένα ακροατήριο που θα γίνει πολύ αργότερα…».
πηγή: Έντυπη Καθημερινή