«Ο Ζακ ήταν σε κρίση πανικού. 'Εκανα μια βλακεία, το προηγούμενο βράδυ και δεν θα το ξανακάνω, μου είπε".
Μια κρίσιμη μαρτυρία για την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βισκόταν ο Ζακ Κωστόπουλος, ελάχιστα λεπτά πριν μπει στο κοσμηματοπωλείο της οδού Γλάδστωνος έχει δώσει στην αστυνομία πρόσωπο του στενού του φιλικού περιβάλλοντος.
Την κατάθεση, που έχει περιληφθεί στη δικογραφία φέρνει στη δημοσιότητα το protothema.gr. με ρεπορτάζ του Ανδρέα Τζίφα
Η κατάθεση φίλης και παλαιάς δασκάλας του αδελφού του Ζακ Κωστόπουλου, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, η οποία πλέον ζει σε άλλη επαρχιακή πόλη, ενισχύει τα ευρήματα των ιατροδικαστών ότι βρισκόταν υπό καθεστώς stress με την ιατρική έννοια του όρου, ενώ συνάδει με μαρτυρίες φίλων του ότι κάτι συνέβη την κρίσιμη ώρα και εκείνος μπήκε στο κοσμηματοπωλείο.
Στο τηλέφωνο επί 28′
Η αστυνομία αναζήτησε τη συγκεκριμένη γυναίκα και περιέλαβε την κατάθεσή της στη δικογραφία, καθώς διαπιστώθηκε ότι την ημέρα του θανάτου του 33χρονου, και ειδικότερα λίγη ώρα πριν μπει στο κοσμηματοπωλείο, εκείνη και ο Ζακ είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο επί 28 ολόκληρα λεπτά.
Η γυναίκα, μάλιστα, περιγράφει έναν ευαίσθητο και περήφανο άνθρωπο, που απέφευγε να ζητά βοήθεια, πολύ περισσότερο, δε, οικονομική. Η ίδια όμως, στο κρίσιμο κομμάτι της κατάθεσής της περιγράφει ότι εκείνο το μεσημέρι ο Ζαχαρίας ήταν σε πανικό και τρομοκρατημένος για κάτι, που δεν της είπε, τελικά.
Η κατάθεση
«Στις 13.05 της 21-9-18 Ο Ζαχαρίας με πήρε τηλέφωνο», καταθέτει η φίλη του 33χρονου. «Αρχικά μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων μέχρι που κατάλαβα ότι ο Ζαχαρίας από τον τρόπο που μου μιλούσε πρέπει να ήταν σε πανικό και τρομοκρατημένος για κάτι το οποίο δεν μου έλεγε και δεν μπορούσα να αντιληφθώ. Τότε τον ρώτησα αν έχει κάτι κάτι και αυτός μου απάντησε “έκανα μια βλακεία, το προηγούμενο βράδυ και δεν θα το ξανακάνω”. Τότε εγώ, επειδή κατάλαβα ότι μάλλον είχε πιει αλκοόλ του φώναξα “γιατί παιδί μου με κάνεις να αισθάνομαι ανεπαρκής; Είμαι το τίποτα εγώ σε αυτό που σε βοηθάω; και αυτός μου είπε: “τίποτα δεν ακυρώνει την προσφορά σου όλο αυτό το διάστημα. Μου έχεις σταθεί πάρα πολύ”. Τότε εγώ τον ρώτησα “που βρίσκεσαι παιδί μου;” και αυτός μου είπε ότι ήταν στην Ομόνοια, αλλά χωρίς να ξέρει σε ποια έξοδο ακριβώς. Εγώ τον ρώτησα τί κάνει εκεί και αυτός που είπε ότι περίμενε ένα φίλο του για καφέ ο οποίος και τον είχε στήσει. Επίσης μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν με έναν φίλο του και όταν τον ρώτησα πως τον λένε που είπε “Βασίλης”.Επειτα τον ρώτησα αν ήθελε να κλείσουμε το τηλέφωνο για να επικοινωνήσει με τον φίλο του και να συνεννοηθούν. Τότε μου απάντησε “όχι, όχι μην κλείσεις. Σε παρακαλώ υπάρχει λόγος”. Τότε το ρώτησα αν κινδυνεύει από κάτι και μου λέει “ναι δεν ξέρω, ναι”. Τότε τον ρώτησα από τι κινδυνεύει και αν σχετίζεται με το προηγούμενο βράδυ και αυτός μου απάντησε “δεν ξέρω, μπορεί ναι, θα ου πω μετά”. Επειτα εγώ τον παρακίνησα να φύγει από κει καθώς ήταν σε κρίση πανικού και να επιστρέψει σπίτι του. Μου είπε να περιμένω λίγο και τον άκουσα να απευθύνεται σε κάποιο άτομο και να λέει “συγγνώμη, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;” Επειτα μου έκλεισε το τηλέφωνο και δεν ξαναεπικοινώνσε μαζί μου. Εγώ τον κάλεσα αρκετές φορές μέσα στη μέρα, αλλά το τηλέφωνό του ήταν κλειστό. Την άλλη μέρα ενημερώθηκα για το περιστατικό στη Γλάδστωνος».