Η γιαγιά μου η Κωνσταντίνα, κάθε φορά που άκουγε Γερμανικά, έφτυνε πίσω από τον αριστερό της ώμο, μουρμουρίζοντας: “Πίσω μου σ΄έχω σατανά, αχ κυρά Λένη.” κι εμείς μικρά παιδιά της ζητούσαμε να μας πει, ξανά και ξανά την ιστορία της κυρά Λένης.
Σας μεταφέρω όσο πιο πιστά μπορώ, τη διήγηση της φοβερής γιαγιάς μου:
…Η κυρά Λένη λοιπόν, μεγάλωσε μονάχη της τέσσερα παλικάρια. Ο άντρας της ναυτικός, χάθηκε νωρίς, σ΄ένα ναυάγιο. Πήγαινε και καθάριζε τα σπίτια των πλουσίων στην Κηφισιά, έπαιρνε κι έπλενε στο σπίτι, στο χέρι ε; στην σκάφη με πράσινο σαπούνι, ποτάσα και αλισίβα, ξένα ρούχα, που τα σιδέρωνε με το βαρύ μανταμένιο σίδερο με τα κάρβουνα. Τ΄ανάθρεψε πάντως σωστά και τα έφτασε τον μεγάλο στα είκοσι τρία και τον μικρό στα δεκάξι. Δεν ξέρω αν ήταν μπλεγμένα με την αντίσταση, οι τρεις μεγάλοι ίσως ναι. Ο μικρός πάντως σίγουρα ήτανε σαλταδόρος. Ορμούσε με τους άλλους γαβριάδες στα Γερμανικά καμιόνια και τα αδειάζανε στο πι και φι από την πραμάτεια τους.
Ξημερώματα της 17ης Αυγούστου του 1944, η γειτονιά μας πλημμύρισε Γερμανούς πάνοπλους και ταγματασφαλίτες. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν κι οι χειρότεροι, λες και μισούσαν την φύτρα που τους έβγαλε. Με τα χωνιά καλούσανε τους άνδρες από δεκατεσσάρων, ως εξήντα χρονών να μαζευτούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Άκου άνδρες, παιδιά δεκατεσσάρων χρόνων, αμούστακα! Κάποιοι ντύθηκαν κι ακολούθησαν την μοίρα τους, κάποιοι άλλοι, ψάξανε για κρυψώνες μέσα στα σπίτια τους. Τι κρυψώνες, δηλαδή, στα χαμόσπιτα; Τα παλικάρια της κυρά Λένης ήταν από τους δεύτερους. Το σπίτι τους, ναυτικός βλέπεις ο πατέρας, ήταν πέτρινο κι είχε μια καταπακτή που έβγαζε στο υπόγειο. Οι τρεις με τα εσώρουχα, χώθηκαν μέσα, ο μικρός πήδηξε σαν σκιά από το πίσω παράθυρο και χάθηκε σαν αίλουρος στα σκοτάδια. Η δόλια η μάνα, άνοιξε τρέμοντας την πόρτα. Όρμησαν μέσα και χωρίς πολλά λόγια, έκαναν το σπίτι φύλλο και φτερό.
“Αυτό το σπίτι έχει κελάρι”
Η κυρά Λένη, στεκόταν ακίνητη, όρθια με το κεφάλι στις χούφτες, πάνω στο μικρό κιλίμι που έκρυβε την καταπακτή. Ετοιμαζότανε να φύγουν όταν – ποιος σου έβγαλε λένε το μάτι; ο αδερφός – ένας ταγματασφαλίτης με σκεπασμένο το πρόσωπο, την έσπρωξε βίαια. “Αυτό το σπίτι έχει κελάρι” φώναξε κι από το μίσος, λησμόνησε να αλλοιώσει τη φωνή του.
Ήταν ένας από αυτούς που στα χρόνια της ειρήνης του έπλενε τα πουκάμισα. Γονάτισε, άπλωσε τα κόκκινα πρησμένα από τις μπουγάδες χέρια προς το μέρος τους και τον παρακάλεσε, χωρίς να φανερώσει πως τον κατάλαβε: “Κύριε, λυπηθείτε τα παιδιά μου, με το αίμα μου αντίς για γάλα τα μεγάλωσα”
Ήδη όμως, οι Γερμανοί είχαν μπουκάρει στο υπόγειο και τα τρία παλικάρια, χωρίς να προλάβουν να αμυνθούν, σωριάστηκαν νεκρά. Φεύγοντας, ο ” Έλληνας”, που να τρίζουν τα κόκαλά του και να μην βρίσκει ανάπαψη στον αιώνα τον άπαντα, γύρισε και της είπε.”Τον μικρό σου τον χαρίζουμε”
Δεκάδες μακέλεψαν εκείνο το ξημέρωμα, οι πιο πολλοί αθώοι, μα όσοι ήσαν στην αντίσταση, δυο φορές αθώοι. Μέσα στον θρήνο και τον ορυμαγδό, καθένας κοίταζε τον δικό του πόνο, κανείς δεν σκέφτηκε την κυρά Λένη. Την βρήκε το στερνοπούλι της, που σώθηκε ευτυχώς, τρία μερόνυχτα μετά, με τα μάτια στεγνά, βουτηγμένη στο ξερό πια αίμα των γιων της, ανάμεσα στις αλλοιωμένες από την ζέστη σωρούς, να τους τραγουδά ένα ριζίτικο μοιρολόι, ίσως και νανούρισμα, δεν θυμάμαι καλά.
Ζούσε μηχανικά
Έβαλε τις φωνές το παιδί, τρέξαμε την μαζέψαμε, την πλύναμε, της βάλαμε δικά μας καθαρά ρούχα, χωρίς εκείνη να πει ούτε μια λέξη. Φωνάξαμε το κάρο της Δημαρχίας και πήρε τα τυμπανισμένα πτώματα, καθαρίσαμε το σπίτι από τον θάνατο και τους φιλοξενήσαμε πότε ο ένας, πότε ο άλλος στα σπίτια μας, χαροκαμένα τα περισσότερα, έως ότου σβηστούν λιγάκι από το μυαλό της οι τραγικές εικόνες.
Η ζωή όμως συνεχίζεται και στην κατοχή η μια μέρα έμοιαζε χρόνος. Γύρισαν, η κυρα – Λένη το απαίτησε, στο σπιτικό τους. Από τότε, ζούσε μηχανικά ως την απελευθέρωση. Τι μέρα κι εκείνη Θεέ μου! Όποιος δεν έχει νιώσει την χαρά της απελευθέρωσης δεν έχει χαρεί ποτέ πραγματικά στην ζωή του.
Στο σπίτι του καταδότη
Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί η κυρα Λένη κάθε βράδυ, έπαιρνε παραμάσχαλα το κιλίμι που κάλυπτε την καταπακτή εκείνο το μαύρο ξημέρωμα, πήγαινε έξω από το σπίτι του καταδότη, το άπλωνε κάτω από το παράθυρό του και με τα χέρια υψωμένα όπως τότε, τραγούδαγε το ίδιο μοιρολόι ή και νανούρισμα, τι να πω!
Πέντε σπίτια άλλαξε ο ταγματασφαλίτης που το ελληνικό κράτος, όπως τους περισσότερους από δαύτους δεν τον τιμώρησε, και τα πέντε τα βρήκε η κυρα Λένη. Τραγούδαγε ως το ξημέρωμα κι ύστερα πειθήνια ακολουθούσε τον γιο της, στο σπιτικό τους.
Ο προδότης να παραπονεθεί στην αστυνομία δεν μπορούσε, γιατί έτσι θα αποκάλυπτε τον ρόλο του στην κατοχή. Να την σκοτώσει, θα τον έπιαναν, άσε που ο κόσμος που δεν ήξερε, συμπαθούσε την “τρελή”. Στο έκτο σπίτι, μια ζεστή νύχτα της 17 Αυγούστου πάλι, άνοιξε το παράθυρο του, την φώναξε με το όνομά της και της είπε: “Αυτό δεν θες;” Σήκωσε το οπλισμένο με το Γερμανικό περίστροφο χέρι του και την σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια. Η κυρά Λένη αδιάφορη, συνέχισε το τραγούδι. Τότε αυτός, ίσως για μια και μοναδική φορά αισθάνθηκε άνθρωπος, το έστρεψε στον κρόταφό του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
“Κι η κυρά Λένη, γιαγιά;”
Η κυρά Λένη από τότε ηρέμησε. Το πενήντα που έφυγα από τη γειτονιά, γιατί ήρθε η μάνα σας κι ο θείος σας από τη μέση Ανατολή και δεν μας χωρούσε το σπίτι, ντυμένη στα μαύρα πάντα, ζούσε σαν όλες τις γυναίκες της ηλικίας της. Πάντρεψε μάλιστα τον γιο της κι έριξε την αγάπη και τις ελπίδες της, όπως εγώ αλλά κι όλες οι γιαγιάδες του κόσμου, στα εγγόνια της, που είχαν και τα τρία τα ονόματα των αδικοσκοτωμένων παλικαριών της”
“Γιαγιά, μισείς τους Γερμανούς;”
“Εκείνους που δίναν τις διαταγές ναι, όχι όλους, μα πιο πολύ μισώ, τους δικούς μας που πήγανε μαζί τους”