Μια σπουδαία ανακάλυψη, επιστημονική επιβεβαίωση ουσιαστικά, έκαναν τα στελέχη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και την παρουσιάζει το National Geographic: Ο Τάφος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ είναι ο αυθεντικός, εκείνος δηλαδή που έστησαν οι Ρωμαίοι στα μέσα του 4ου αιώνα!
Τα αποτελέσματα ερευνητικών δοκιμών δείχνουν να επιβεβαιώνουν πως τα απομεινάρια μιας σπηλιάς μέσα στον ναό ανήκουν πράγματι στον τάφο που είχαν εντοπίσει αιώνες πριν οι Ρωμαίο, αναζητώντας τον τάφο του Ιησού.
Δείγμα από την επιφάνεια του τάφου και τη μαρμάρινη πλάκα που τον καλύπτει χρονολογήθηκε γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα, ενώ, σύμφωνα με ιστορικές αναφορές, ο τάφος ανακαλύφθηκε από Ρωμαίους και προφυλάχθηκε μέσα σε εκκλησία γύρω στο 326. Μέχρι σήμερα, οι αρχιτεκτονικές ενδείξεις μέσα και γύρω από τον τάφο του «έδιναν» ηλικία περίπου χιλίων ετών.
Όπως τονίζει το δημοσίευμα, από αρχαιολογικής άποψης είναι αδύνατο να πει κανείς πως ο τάφος είναι το σημείο όπου τάφηκε ένας άνδρας ονόματι Ιησούς Χριστός, ο οποίος, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ, ωστόσο τα νέα ερευνητικά στοιχεία τοποθετούν την κατασκευή του ταφικού συγκροτήματος στην εποχή του Κωνσταντίνου, του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα της Ρώμης.
Ο τάφος άνοιξε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο της περσινής χρονιάς, όταν έγιναν εργασίες αποκατάστασης από ειδικούς του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου της Αθήνας. Προς έκπληξή τους, οι επιστήμονες βρήκαν κάτω από το μάρμαρο που καλύπτει το ξύλινο «ταφικό κρεβάτι» ένα παλιότερο σπασμένο μάρμαρο με έναν σταυρό πάνω του. Οι ερευνητές πήραν δείγματα από πολλά διαφορετικά σημεία προκειμένου να γίνει απόπειρα να χρονολογηθούν και τα αποτελέσματα έφτασαν στο National Geographic από την επιστημονική υπεύθυνη καθηγήτρια του ΕΜΠ Αντωνία Μοροπούλου, που επέβλεψε τη διαδικασία της αποκατάστασης.
«Είναι ενδιαφέρον που τα δείγματα αυτά όχι μόνο παρέχουν πληροφορίες για τον παλαιότερο ναό στο σημείο αυτό, αλλά και επιβεβαιώνουν την ιστορική συνέχεια της κατασκευής του Κουβουκλίου» σχολιάζει η κα Μοροπούλου στο National Geographic.
Τα δείγματα αξιολογήθηκαν ανεξάρτητα από δύο διαφορετικά εργαστήρια με τη χρήση OSL (optically stimulated luminescence). Τα επιστημονικά αποτελέσματα θα δημοσιευτούν από την κα Μοροπούλου και την ομάδα της στο επόμενο τεύχος του περιοδικού Journal of Archaeological Science.