Αντισυνταγματικός κρίθηκε από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο τρόπος επιλογής των διευθυντών σχολικών μονάδων που θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 4327/2015, επί υπουργίας Αριστείδη Μπαλτά.
Η υπόθεση έφτασε στην Ολομέλεια μετά από παραπομπή του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ, όπου είχαν προσφύγει 57 διευθυντές σχολείων, καθώς και η Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης, ενώ βάσει της τελικής απόφασης του ΣτΕ το επίμαχο νομοθετικό πλαίσιο ακυρώνεται, καθώς προσκρούει σε μία σειρά διατάξεων του Συντάγματος.
Οι προσφεύγοντες ζητούσαν την ακύρωση:
1) Της από 19.5.2015 απόφασης του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας (εκδόθηκε σε εφαρμογή του νόμου 4327/2015) με την οποία καθορίστηκε η διαδικασία υποβολής αιτήσεων και επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων και
2) δύο εγκυκλίων του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας, με τις οποίες παρέχονταν διευκρινήσεις σχετικά με την επιλογή των υποψηφίων διευθυντών.
Υπενθυμίζεται ότι με τις διατάξεις του επίμαχου νόμου Μπαλτά-Κουράκη, ρυθμίσθηκε η διαδικασία και οι προϋποθέσεις επιλογής και τοποθέτησης στελεχών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά των διευθυντών σχολικών μονάδων.
Το σκεπτικό
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν, κατ΄ αρχάς, ότι ο νέος τρόπος επιλογής είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές «της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας» και αυτό γιατί ανατίθεται «η αρμοδιότητα επιλογής στο Σύλλογο Διδασκόντων στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικού και με την διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας».
Ωστόσο, σύμφωνα με τις επίμαχες συνταγματικές αρχές η διοίκηση των σχολικών μονάδων πρέπει «να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια διοίκησης) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για τη διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της υπηρεσίας».
Όπως σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι με την προβλεπόμενη διαδικασία επιλογής, μέσω του Συλλόγου Διδασκόντων, οι υποψήφιοι «δεν αξιολογούνται με αιτιολογία» και η έλλειψη της αιτιολογίας καθιστά την όλη διαδικασία «αντίθετη στις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας». Παράλληλα δεν καθίσταται γνωστή στους υποψηφίους διευθυντές και ελέγξιμη από τους δικαστές, εν όψει των άρθρων 20 και 95 του Συντάγματος (δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, κ.λπ.).
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι η διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας για την επιλογή των υποψηφίων διευθυντών που προβλέπεται «δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενικά και αξιοκρατική διαδικασία, δηλαδή κατά τρόπο που καθίσταται ελέγξιμη η ουσιαστική αποτίμηση και άρα δεν είναι πρόσφορη για αξιοκρατική επιλογή των ικανότερων».
Η Ολομέλεια του ΣτΕ αποφάνθηκε ότι η επίμαχη προβαλλόμενη υπουργική απόφαση είναι παράνομη, αφού η έκδοση της στηρίχθηκε στις αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου 4327/2015 και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εφαρμοστεί.