Ο Πετρίτ μπήκε λαθραία στη χώρα μας, περπατώντας τρεις νύχτες, το 1991, με το πρώτο κύμα της μεγάλης φυγής από την Αλβανία στην Ελλάδα. Κατέληξε κυνηγημένος σε γνωστό θέρετρο της Επτανήσου και βρήκε αμέσως δουλειά στο κτήμα ενός ευκατάστατου επιχειρηματία της περιοχής. Δούλεψε σκληρά και λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε τη συνηθισμένη πορεία των μεταναστών. Αφησε τις ελιές και έπιασε δουλειά στην οικοδομή, που ήταν σε άνθηση. Εμαθε την τέχνη του χτίστη, την οποία περιφρονούσαν η ντόπιοι, και σιγά σιγά έγινε μικροεργολάβος. Δούλευε σκληρά, μάζευε τα χρήματα ευρώ ευρώ και τα κατέθετε σε ελληνική τράπεζα. Δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να παίξει στις «πυραμίδες» της χώρας του, όπως πολλοί ομοεθνείς του που εξανέμισαν τους κόπους τους. Οταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου αποφάσισε να γίνει αφεντικό στον τόπο του. Γύρισε στη Χειμάρρα και έχτισε δική του τουριστική επιχείρηση, όπως ακριβώς δηλαδή έκαναν πολλοί Ελληνες που πήγαν μετανάστες στη Γερμανία πριν από 40 χρόνια.
Φέτος ο επιχειρηματίας από τα Επτάνησα χρεοκόπησε. Λίγο η κρίση, λίγο τα δάνεια, λίγο η κακή διαχείριση τον οδήγησαν στο λουκέτο. Ο Πετρίτ, που είναι πλέον μεγάλος και τρανός στην πόλη του, κρατούσε πάντα επαφή με το παλιό του αφεντικό. Εμαθε τα άσχημα νέα και προσέλαβε τον γιο του σερβιτόρο στη Χειμάρρα. Το μεροκάματο είναι 50 ευρώ, υψηλό για την περιοχή, γιατί οι Αλβανοί επιχειρηματίες προτιμούν τους έλληνες σερβιτόρους. Ο λόγος; Μιλούν αγγλικά, έχουν άνεση στη συμπεριφορά και εμπειρία στον τουρισμό. Εχει ο καιρός γυρίσματα…Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “