Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Γιατί το έκαναν στον εαυτό τους αυτό οι ιδιώτες γιατροί; Οι ίδιοι δρομολόγησαν την ταπείνωσή τους. Γιατί είναι ταπείνωση να σε επιστρατεύει η πολιτεία, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, προκειμένου να σώσεις ανθρώπινες ζωές. Αφήνω στην άκρη τα περί όρκου του Ιπποκράτη που επικαλούνται οι ίδιοι συχνά και το θέτω πιο πρακτικά. Ποιος από τους ιδιώτες γιατρούς στο ιατρείο του, μετά από αυτό που συνέβη, θα έχει μάτια να αντικρίσει τους ασθενείς του, οι οποίοι θα ξέρουν ότι το κράτος «τον έπιασε από το αυτί» και τον οδήγησε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο; Έπρεπε από την πρώτη στιγμή όλοι να προσπεράσουν τα όποια λάθη και τις όποιες αστοχίες της κυβέρνησης και με μια φωνή, πριν καν τους ζητηθεί, να πουν: «Είμαστε εδώ, παρόντες στην πρώτη γραμμή». Μόνο σε εκείνους που ανταποκρίθηκαν με την καρδιά τους από την πρώτη στιγμή, χωρίς πίεση, αξίζουν συγχαρητήρια.
Τον περασμένο Μάρτιο, κάθε Σάββατο, οι πολίτες χειροκροτούσαν από τα μπαλκόνια τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του ΕΣΥ – και δικαίως. Σήκωσαν και συνεχίζουν να σηκώνουν πολύ βαρύ φορτίο επί 13 μήνες. Εντάξει, οι ιδιώτες γιατροί δεν ζήλεψαν τη δόξα τους και προτίμησαν την ασφάλεια του ιδιωτικού τους ιατρείου. Αυτό το κατανοώ. Ομως, έκαναν πρακτική ζημιά στην προσωπική τους εικόνα και συνολικά στην επιστήμη τους, ιδιαίτερα στις επαρχιακές πόλεις, όπου όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους. Ποιος θα σέβεται στο εξής έναν παθολόγο ή πνευμονολόγο στα Γιάννενα, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στη Λάρισα; Φοβάμαι ότι μόνοι τους «πριόνισαν» το κύρος τους και περιόρισαν τον κοινωνικό τους ρόλο.
Σέβομαι πολύ τη δουλειά των γιατρών και εκτιμώ βαθιά τον κόπο που έκαναν για να σπουδάσουν, τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στην ειδικότητα αργότερα. Γι’ αυτό και η κοινωνία τούς περιποιεί τιμή, καθώς τους προσφωνεί με την επαγγελματική τους ιδιότητα. Όλοι συνηθίζουμε να λέμε «καλημέρα, γιατρέ, καλησπέρα, γιατρέ». Είναι μια μοναδική κοινωνική διάκριση, που την απολαμβάνουν μόνο οι ίδιοι, οι καθηγητές πανεπιστημίου, οι δάσκαλοι και οι ιερείς. Ε, αυτήν την τιμή οφείλουν να την ανταποδίδουν με προσφορά, όταν αυτό απαιτείται.
Ρώτησα και έμαθα ποια είναι η οικονομική ζημιά που θα πάθαιναν οι συγκεκριμένοι επιστήμονες αν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο ΕΣΥ. Μου είπαν, λοιπόν, οι συνάδελφοί τους: «Ακόμη και ο πιο νέος και άπειρος ιδιώτης γιατρός τρία χιλιάρικα τον μήνα τα βγάζει στο ιατρείο της γειτονιάς. Ένας καλός και έμπειρος ξεπερνά τα 10.000 ευρώ». Και αν πήγαιναν σε δημόσια νοσοκομεία για τους επόμενους μήνες, θα έχαναν αυτά τα χρήματα; Όχι όλα, είναι η απάντηση. Ίσως έχαναν κάποια, γιατί θα προσάρμοζαν τα ραντεβού τους στον χρόνο που δεν θα ήταν στο νοσοκομείο.
Άρα, ποιος είναι ο κύριος λόγος της αρνητικής τους στάσης; Η αδιαφορία και όχι μόνο τα λάθη της κυβέρνησης που αρκετοί επικαλούνται. Προφανώς, μέσα σε αυτόν τον «πόλεμο» που διεξάγεται αυτόν τον καιρό στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, δεν έγιναν όλα εγκαίρως και με τον καλύτερο τρόπο. Αυτή η αδυναμία του συστήματος, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για άρνηση προσφοράς.
Και, μιας και ο λόγος για τους γιατρούς, είναι ώρα κάποιος να μιλήσει ξεκάθαρα και αυστηρά σε εκείνους που είναι σε δημόσια νοσοκομεία -πρόκειται για κρατικούς λειτουργούς με άλλα λόγια- και αρνούνται να εμβολιαστούν. Τι στην ευχή σπούδαζαν τόσα χρόνια ώστε να πιστεύουν ότι οι καλύτεροι επιστήμονες του κόσμου που ασχολήθηκαν με τα εμβόλια έδωσαν την έγκρισή τους να βγουν στην αγορά σκευάσματα που θέτουν σε κίνδυνο τις ανθρώπινες ζωές;
Όσο για τις νοσηλεύτριες, έχουν περισσότερες δικαιολογίες. Δεν είναι γιατροί, ωστόσο και εκείνες στις σχολές τους και αργότερα στην δουλειά τους δεν άκουσαν ότι τα εμβόλια τον τελευταίο αιώνα έχουν σώσει άπειρες φορές την ανθρωπότητα από πανδημίες και σοβαρές ασθένειες; Και, τέλος πάντων, η ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων είναι σεβαστή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Εξίσου σεβαστό, όμως, είναι το δικαίωμα ενός ανθρώπου με υποκείμενο νόσημα που θα μπει στο νοσοκομείο και, αντί να γίνει καλά, εκεί θα τον κολλήσουν κορωνοϊό οι άνθρωποι που καλούνται να τον γιατρέψουν.
Όλα δείχνουν πως το επόμενο διάστημα, μέχρι το Πάσχα, θα είναι οδυνηρό. Και για να μπορέσουμε να βγάλουμε το κεφάλι έξω από το νερό, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι οι συνδικαλιστικές και πολιτικές συγκρούσεις αυτή την περίοδο δεν χωρούν πουθενά. Έχουν σοβαρά αιτήματα οι γιατροί και ακόμη σοβαρότερα οι νοσηλευτές, τα οποία πρέπει να επιλύσει η πολιτεία και να μην τους ξεχάσει όταν θα τελειώσει η πανδημία. Όμως, αυτή την ώρα, οι πολίτες δεν είναι έτοιμοι να τα ακούσουν, όταν ζουν τον εφιάλτη της ενδεχόμενης φτώχειας την επόμενη ημέρα και σήμερα επιβιώνουν με επιδόματα.
Όπως επίσης, παρότι είναι θεμιτή και κατανοητή η ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει σκληρή αντιπολίτευση, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πήρε την κάτω βόλτα, η δημιουργία κοινωνικής έντασης και οι κινητοποιήσεις στον δρόμο δεν τον ευνοούν. Φαίνεται να το κατάλαβε ο Αλέξης Τσίπρας και ζήτησε moratorium. Αυτό είναι καλό νέο για τον δημόσιο βίο, υπό την προϋπόθεση να το εννοεί. Εάν ζητά συγκυβέρνηση, αυτό είναι αδύνατον να συμβεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη με ισχυρή πλειοψηφία και πήρε την εντολή να υλοποιήσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Δεν μπορεί η κυβέρνηση να σταματήσει να νομοθετεί, γιατί θα αυτοκαταργηθεί. Το moratorium μπορεί να εξασφαλιστεί αν ο πρωθυπουργός και οι αρχηγοί των κομμάτων συνομιλούν και ανταλλάσσουν απόψεις και ιδέες για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση της πανδημίας. Εάν κάποιος πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει συνεννόηση στο σύνολο των θεμάτων, είτε είναι αιθεροβάμων, είτε δεν έχει καταλάβει πώς λειτουργεί το πολιτικό σύστημα.