Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Ξάφνιασε η παραίτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Χρήστου Ταραντίλη. Είναι μια θέση πολύφερνη αυτή του κυβερνητικού εκπροσώπου. Πολλοί την ορέγονται κρυφά και αρκετοί την επιζητούν φανερά. Έχει μεγάλη εξουσία και προβολή αυτός που την κατέχει. Δεν είναι μόνο ότι μιλάει αντ’ αυτού, δηλαδή στο στόμα του μπαίνουν οι σκέψεις του πρωθυπουργού, αλλά είναι εκείνος που έχει αρκετές φορές μέσα στην ημέρα επαφή με τον ηγέτη. Ξέρει τι σκέφτεται για πρόσωπα και καταστάσεις και πώς σχεδιάζει να χειριστεί τα δύσκολα και τα εύκολα. Προβεβλημένοι υπουργοί τρέχουν πίσω από τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης για να μάθουν τι σκέφτεται ο πρωθυπουργός για κάθε τους πρωτοβουλία.
Γι’ αυτό, πολλοί ψάχνουν να βρουν ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που άφησε τόσο σύντομα τον θώκο του ο μόλις για δύο μήνες κυβερνητικός εκπρόσωπος. Η απάντηση δεν βρίσκεται σε βαθιές συνωμοσίες και μαχαιρώματα πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά σε μια απλή ρήση που επικαλείται συχνά εδώ και διακόσια χρόνια η μυθική βρετανική διπλωματία. Λένε, λοιπόν, οι πρώην παντοκράτορες του κόσμου: «Όποιος δεν αντέχει τη ζέστη, δεν μπαίνει στην κουζίνα».
Και ο κύριος Ταραντίλης, πράγματι, δεν γνώριζε ότι αυτή η δουλειά συχνά διεξάγεται όχι απλά στη ζέστη, αλλά σε συνθήκες καύσωνα. Είναι ένας μορφωμένος, ευπρεπής, διανοούμενος καθηγητής, με ωραίες ιδέες. Αυτά, όμως, δεν είναι αρκετά για τη δουλειά του εκπροσώπου. Όποιος εκτίθεται καθημερινά στη δημόσια σφαίρα, χρειάζεται πολλές δεξιότητες. Πρέπει να γνωρίζει στρατηγική, πολιτική επικοινωνία, να έχει σκηνική παρουσία και, το σημαντικότερο, να μη χαλαρώνει ποτέ. Να βρίσκεται σε εγρήγορση όλο το εικοσιτετράωρο και να ξέρει τον τρόπο που σκέφτεται και δουλεύει ο κάθε δημοσιογράφος που καλύπτει τα κυβερνητικά θέματα.
Αυτή τη δουλειά με επιτυχία μπορούν να την κάνουν στην Ελλάδα πέντε με δέκα άνθρωποι. Και πολλούς λέω. Είμαστε μικρή χώρα και όλοι γνωριζόμαστε. Η μόνη ευθύνη του κυρίου Ταραντίλη είναι ότι δεν φρόντισε να μάθει πριν αποδεχθεί τη θέση τι είναι αυτή η δουλειά που καλείται να κάνει. Ίδια ευθύνη έχει και το Μέγαρο Μαξίμου, που επιλέγει ανθρώπους από τα καλά τους βιογραφικά και μόνο. Δεν λέω. Στις σύγχρονες ανάγκες, ένα άριστο βιογραφικό για έναν αξιωματούχο είναι προϋπόθεση. Δεν είναι, όμως, αρκετό. Σε αυτές τις θέσεις πρέπει να ξέρεις καλά την «πιάτσα». Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Η παραίτηση Ταραντίλη ήρθε σε μια δύσκολη περίοδο για την κυβέρνηση. Ήταν ένα ακόμη αχρείαστο πλήγμα για το επιτελικό κράτος, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας καλός πρωθυπουργός. Αυτό το παραδέχεται πλέον και ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων άλλων κομμάτων. Σε σύντομο διάστημα έδωσε αξιοπιστία στη χώρα. Μετά από δέκα χρόνια χρεοκοπίας, δανειζόμαστε με επιτόκια Γερμανίας. Αντιμετώπισε με αποτελεσματικότητα πριν από ένα χρόνο την κρίση στον Έβρο. Απέφυγε τη σύρραξη στο Αιγαίο και δημιούργησε διεθνείς συμμαχίες. Κατέστησε την Ελλάδα πρότυπο διαχείρισης της πανδημίας. Και μέσα σε αυτή την παγκόσμια συμφορά, κάθε μέρα, βήμα-βήμα, εδραιώνεται το ψηφιακό κράτος σε πολλές λειτουργίες του Δημοσίου, κάτι που θα έπρεπε να έχει γίνει πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια. Δηλαδή, σε όλα τα μεγάλα θέματα μέχρι στιγμής έχει βγει νικητής.
Γίνονται αλλεπάλληλα φάουλ, όμως, στα μικρά, αυτά που μοιάζουν σε πρώτη ανάγνωση να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα, για την υπόθεση Λιγνάδη δεν φταίει ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Λίνα Μενδώνη. Δεν υπάρχει πρωθυπουργός ή υπουργός που θα γνώριζε αυτές τις καταγγελίες και θα τον τοποθετούσε σε αυτή τη θέση. Ξέρουν να αυτοπροστατεύονται οι πολιτικοί. Κατηγορούν αρκετοί το Μέγαρο Μαξίμου ότι αγνόησε τις φήμες που κυκλοφορούσαν χρόνια τώρα για τον ηθοποιό και ότι δεν έκανε έρευνα πριν τον τοποθετήσει σε αυτή την κομβική θέση.
Αυτή είναι μια άδικη κατηγορία γιατί φήμες και κουτσομπολιά παντός είδους κυκλοφορούν στο Κολωνάκι για πολλούς από τους επωνύμους. Δεν μπορείς να αποκλείεις ανθρώπους γιατί κάποιος, κάπου κάτι είπε για αυτούς. Ακόμη κι αν ψάξεις βαθιά για να βρεις την αλήθεια, είναι αδύνατον να τα καταφέρεις εάν δεν υπάρχουν θύματα πρόθυμα να μιλήσουν εκείνη τη στιγμή. Σε κάθε περίπτωση -και αυτό φαίνεται στις δημοσκοπήσεις- ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποδίδει ευθύνες για όλο αυτό στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της. Αυτή είναι η μοίρα της εκάστοτε εξουσίας: να φορτώνεται τα λάθη και για πράγματα που δεν μπορούσε να ελέγξει προκαταβολικά.
Ενα άλλο πλήγμα που θα ξεχαστεί σύντομα, αλλά άφησε αποτύπωμα, είναι η αντιμετώπιση της κακοκαιρίας στα βόρεια προάστια, εκεί που χιλιάδες οικογένειες έμειναν χωρίς ρεύμα γιατί κάποιοι δεν κλάδεψαν τα δέντρα εγκαίρως ή δεν συντήρησαν, όπως θα έπρεπε, το δίκτυο της ΔΕΗ. Γελοίο, αλλά συνέβη. Η τελευταία και αχρείαστη ζημιά στην εικόνα του πρωθυπουργού ήταν το ταξίδι του στην Ικαρία. Αυτό κι αν ήταν εύκολο να αποφευχθεί.
Θα ήταν αρκετό εάν ένας συνεργάτης του πρωθυπουργού, επιφορτισμένος με αυτό το καθήκον, περπατούσε στην παραλία, έβλεπε τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί και απέτρεπε τον πρωθυπουργό να αποδεχθεί την πρόσκληση σε γεύμα στο σπίτι του βουλευτή. Είναι αναγκαίο το επιτελείο του Μητσοτάκη να μην επαναπαύεται στις δάφνες των δημοσκοπικών ευρημάτων ούτε στις επιτυχίες του στα μεγάλα θέματα, αλλά να τον προστατεύει από τα μικρά λάθη και τις αστοχίες, πριν αυτά αθροιστούν σε κάτι μεγάλο. Αυτή είναι η παγίδα.