Ο Κ. Σημίτης κατηγορεί τον Κ. Καραμανλή ότι λαϊκίζει αφόρητα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την πλευρά του, τού προσάπτει ότι δεν τολμά να συγκρουστεί με κατεστημένα συμφέροντα, ενώ τον εξοργίζει το γεγονός ότι δεν του δείχνει εμπιστοσύνη ακόμη και για την ενημέρωση σε εθνικά θέματα. Οι τύχες των δύο ανδρών είναι απόλυτα συνδεδεμένες από το 1996. Οι μεταξύ τους σχέσεις όμως παραμένουν ψυχρές και τυπικές. Άλλη ηλικία, άλλες παραστάσεις, άλλες εμπειρίες, άλλη παιδεία, άλλον τρόπο σκέψης έχει ο Πρωθυπουργός, άλλον, εντελώς διαφορετικό, έχει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πώς βλέπει, όμως, ο ένας τον άλλον; Και τι σκέφτεται ο καθένας από τους δύο για τον θεσμικό αντίπαλό του; Σύμφωνα με συνεργάτες και των δύο πολιτικών αρχηγών, με τους οποίους μίλησαν «τα ΝΕΑ», δεν είναι μόνον η προσωπική χημεία που δεν λειτουργεί, αλλά και ο καθένας από τους δύο βρίσκει στον άλλον σοβαρές πολιτικές ελλείψεις.
Ο Καραμανλής για τον Σημίτη «Με εξοργίζει που δεν με εμπιστεύεται»
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. δεν είχε ποτέ κακές σχέσεις με τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, πριν γίνει αρχηγός, συνομιλούσε και αντήλλασσε απόψεις με ορισμένους στο ΠΑΣΟΚ. Ανάμεσα στους συνομιλητές του δεν ήταν ωστόσο ο κ. Κ. Σημίτης. Αν χρησιμοποιούσε κανείς μια έκφραση της εποχής θα έλεγε ότι «δεν ταιριάζει η χημεία τους». Άλλος τρόπος ζωής, άλλος τρόπος σκέψης, άλλος τρόπος επικοινωνίας με τους ανθρώπους, διαφορετικός τρόπος έκφρασης και διασκέδασης, άλλες παραστάσεις και άλλες διαδρομές. Είναι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι και αυτό πια είναι ορατό από την πλειονότητα των πολιτών, οι οποίοι παρακολουθούν από τα ΜΜΕ και την πολιτική και την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Τυπικά. Πάντως, παρ’ ότι ο κ. Κ. Καραμανλής δεν θα ταίριαζε για παρέα με τον κ. Κ. Σημίτη, τον εκτιμά. Σε όσες συνεντεύξεις του έχει δεχθεί ερωτήματα για τον κ. Κ. Σημίτη ουδέποτε έχει κάνει αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Αντίθετα λέει ότι είναι σοβαρός άνθρωπος. Ενώ όσες φορές έχουν συναντηθεί σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ο πρόεδρος της Ν.Δ. χαιρετά τον ίδιο και τη σύζυγό του με όλους τους τύπους της κοινωνικής ευπρέπειας. Ποτέ ωστόσο – ούτε πίσω από κλειστές πόρτες – δεν υπάρχει εγκαρδιότητα στη συμπεριφορά του ενός προς τον άλλον, ούτε ανταλλάσσουν αστεϊσμούς, όπως συχνά συμβαίνει ακόμη και μεταξύ πολιτικών αντιπάλων.
Οι σχέσεις τους λοιπόν είναι τυπικές, αλλά υπάρχει σεβασμός και από τις δύο πλευρές. Ακόμη και στη Βουλή, όπου τρεις-τέσσερις φορές έχει χρειαστεί οι δύο ηγέτες να δώσουν σκληρή μάχη, ο πρόεδρος της Ν.Δ., όπως λένε οι συνεργάτες του, «έχει συγκρατηθεί και δεν έχει υπερβεί τα εσκαμμένα. Δεν έχει φθάσει ποτέ στα άκρα και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει αποφύγει τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς. Και αυτό γιατί πράγματι πιστεύει ότι ο Πρωθυπουργός είναι σοβαρός άνθρωπος και ακόμη ότι οι κεντρικές επιλογές του που αφορούν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας είναι στη σωστή κατεύθυνση. Θεωρει ωστόσο ότι «τα αποτελέσματα της πολιτικής του ήταν κατά πολύ μικρότερα των προσδοκιών που δημιούργησε όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 1996».
«Έχει κλείσει τον κύκλο του». Και αυτό συνέβη, όπως λένε συνεργάτες του κ. Κ. Καραμανλή, για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι ο ίδιος δεν επέδειξε τόλμη να συγκρουστεί με τα οργανωμένα συμφέροντα και να κάνει τομές. Παράλληλα δεν διέθετε το ηγετικό χάρισμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του Ανδρέα Παπανδρέου ώστε να επιβάλει λύσεις. Ο δεύτερος, και επίσης σημαντικός, λόγος – κατά τους συνεργάτες του προέδρου της Ν.Δ. πάντα – είναι ότι ο «κ. Κ. Σημίτης ηγείται ενός κόμματος με καθεστωτικά χαρακτηριστικά το οποίο εδώ και χρόνια έχει συμπτώματα σήψης ενώ πολλά στελέχη του ευθύνονται για τη διαφθορά στον δημόσιο βίο. Με όλους αυτούς – υποστηρίζουν στη Ρηγίλλης – ο κ. Σημίτης συμβιβάστηκε τηρώντας διαρκώς ισορροπίες προκειμένου να διατηρηθεί στην ηγεσία. Με αποτέλεσμα να χάσει το τρένο». Και προσθέτουν: «Τελικά δεν ήταν ηγέτης των μεγάλων ανατροπών, αλλά ένας διαχειριστής, οποίος όμως έχει κλείσει τον κύκλο του και πλέον δεν έχει να δώσει τίποτα περισσότερο στη χώρα».
Δεν τον εμπιστεύεται. Ένα ζητημα που ενοχλεί τον κ. Καραμανλή -πέρα απο πολιτικό και σε προσωπικό επίπεδο: είναι ότι ο Πρωθυπουργός αποφεύγει να τον ενημερώσει, ως αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για τους χειρισμούς του στα εθνικά θέματα. «Αυτή θα ήταν μια κίνηση από την οποία θα είχε και όφελος η χώρα, αλλά σε τελική ανάλυση και η ίδια η κυβέρνηση, διότι στις βασικές της επιλογές ενδεχομένως να είχε σύμμαχο την αντιπολίτευση και να είχε σημαντικότερα αποτελέσματα», λένε χαρακτηριστικά οι συνεργάτες του. Αυτο, όμως, που δεν μπορεί να χωνέψει -και λόγω χαρακτήρα- ο Κ. Καραμανλής ειναι οτι ο κ. Σημίτης δεν τον εμπιστεύεται. “Με εξοργίζει που δεν με εμπιστεύεται. Λες κι εγώ επρόκειτο ποτέ να αποκαλύψω κάτι που εκείνος θα μου πει εμπιστευτικά” λέει χαρακτηριστικά…
Παρ’ όλα αυτά, ο πρόεδρος της Ν.Δ. – πάντα κατά τους συνομιλητές του – θεωρεί ότι ο κ. Σημίτης παραμένει το κυριότερο «ατού» του ΠΑΣΟΚ. Διότι έχει συνδέσει το όνομά του με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, ενώ οι πολίτες δεν του χρεώνουν συμμετοχή στα φαινόμενα διαφθοράς.
Δεν… δένει η χημεία τους
Όταν οι προκάτοχοι των σημερινών προέδρων του ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., Ανδρέας Παπανδρέου και Μιλτιάδης Έβερτ, βρίσκονταν πίσω από μια κλειστή πόρτα, είχαν μια οικειότητα στην επικοινωνία την οποία ουδέποτε μπέρδευαν με τη δημόσια πολιτική τους αντιπαράθεση. Στην καλή προσωπική σχέση των δύο ανδρών είχε βοηθήσει πολύ η σχέση των γονιών τους την περίοδο της Κατοχής, του Γεωργίου Παπανδρέου και του Άγγελου Έβερτ. Είναι ενδεικτικό ότι στην πρώτη επίσκεψη του Μιλτιάδη Έβερτ – αμέσως μετά την εκλογή του στην ηγεσία – στο Μέγαρο Μαξίμου, όταν έσβησαν τα φλας, ο τότε πρόεδρος της Ν.Δ. είπε στον τότε πρωθυπουργό ένα ανέκδοτο, με το οποίο γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους. Κάτι τέτοιο ούτε συνέβη ούτε πρόκειται να συμβεί ανάμεσα στους κ. Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή. Οι συναντήσεις τους αρχίζουν με το «Καλημέρα, κ. πρόεδρε. Πώς είστε;». «Καλά, ευχαριστώ. Εσείς;». Και καταλήγουν με το «Χαίρετε, κ. πρόεδρε», «Στο καλό, κ. πρόεδρε. Ευχαριστώ».
Ο πρόεδρος της Ν.Δ., παρότι δεν συμφωνεί με τον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο κ. Σημίτης, μερικές φορές ωστόσο έχει εκτιμήσει τις μεθόδους του και δεν διστάζει να το πει στους συνεργάτες του. Όπως, για παράδειγμα, το 1998 σε μια συνάντησή τους, ο κ. Κ. Καραμανλής είχε επισημάνει ότι είναι ανάγκη να ιδιωτικοποιηθεί η Ολυμπιακή. Ο κ. Σημίτης του είχε απαντήσει: «Κατανοώ κ. πρόεδρε αυτό που λέτε, όμως δεν είναι ακόμη το θέμα κοινωνικά ώριμο». Ο πρόεδρος της Ν.Δ. τότε σχολίασε σ’ έναν στενό του συνεργάτη έκπληκτος: «Για κοίτα, θέλει να κάνει την ιδιωτικοποίηση έπειτα από κοινωνική απαίτηση και αφού φτάσει ο κόμπος φτάσει στο χτένι, ώστε να μην την χρεωθεί ως πρωθυπουργός σοσιαλιστικής κυβέρνησης».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “