ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟ τον έχω καλά κρυμμένο. Δώδεκα χρυσές λίρες, ένα μενταγιόν, ένα ρολόι τσέπης και δύο σκουλαρίκια είναι θαμμένα επί δεκαετίες στο μπαούλο της οικογένειας. Τρεις γενιές έκλεισαν τον κύκλο τους και ποτέ δεν άγγιξε κανείς τον θησαυρό.
Κάθε χώρα έχει τον δικό της κώδικα αξιών. Η δική μας χώρα φυλάει ως ιερά τα χρυσαφικά της γιαγιάς. Μέχρι σήμερα ο μέσος Ελληνας δεν τα πουλούσε ποτέ, παρά μόνο αν ήταν θέμα ζωής και θανάτου. Εξαιρέσεις έγιναν στην Κατοχή, τότε που οι περιουσίες άλλαζαν χέρια σε μια νύχτα, για ένα κομμάτι ψωμί.
Τώρα πέφτουν ξανά τα τελευταία οχυρά της αξιοπρέπειας. Πρόσωπα μουντά με σκυφτό κεφάλι και ενοχικό βλέμμα, περνούν το κατώφλι από τα ανταλλακτήρια χρυσού και κοσμημάτων, που ξεφυτρώνουν με απίστευτη ταχύτητα σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο. Είναι το τελευταίο μετέωρο βήμα που δίνει μια μικρή παράταση πριν από την οριστική, και για πολλούς μόνιμη, φτώχεια. Οι ιδιοκτήτες ανταλλακτηρίων είναι οι μόνοι που κάνουν -κυριολεκτικά- χρυσές δουλειές αυτόν τον καιρό. Μαζεύουν με απίστευτη ταχύτητα, σε τιμές ευκαιρίας, τα κειμήλια των χρεωκοπημένων νοικοκυριών και τα ταξιδεύουν στη Γερμανία, την Αγγλία και βεβαίως στην Τουρκία, που εξελίσσεται σε νέο θησαυροφύλακα. Τα ίδια μονοπάτια ακολουθούν τα κλεμμένα, όπως και τα φανταχτερά αξεσουάρ των νεόπλουτων, που αποκτήθηκαν με δανεικά τα χρόνια της μεγάλης τρέλας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Real News” την Κυριακή, 17 Φεβρουαρίου 2013