του Νίκου Χατζηνικολάου
Οι σκανδαλώδεις υποθέσεις Λιάπη και Τομπούλογλου, που βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το τελευταίο διάστημα, αποτελούν απλά συμπτώματα της χρόνιας, βαρύτατης ασθένειας του δημόσιου βίου της χώρας μας που ονομάζεται «διαφθορά». Και βέβαια δεν είναι τα πιο σοβαρά που έχουν εμφανιστεί. Είναι, όμως, σημαίνοντα, γιατί αποκαλύπτουν το προκεχωρημένο βάθος της σήψης του πολιτικού μας συστήματος και το μέγεθος της αλαζονείας μεγάλου τμήματος του πολιτικού μας προσωπικού, που τα τελευταία χρόνια γιγαντώθηκε λόγω της… θεσμοθετημένης ατιμωρησίας του. Οι δύο υποθέσεις είναι σε πρώτη «ανάγνωση» διαφορετικές. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουν πολλές ομοιότητες, με πιο σημαντική την προκλητική και απροκάλυπτη επίδειξη αμοραλισμού, υπεροψίας και αλαζονείας των πρωταγωνιστών τους, που θεωρούσαν προφανώς ότι ως πολιτικοί μπορούν και δικαιούνται να κινούνται και να λειτουργούν πέρα και πάνω από τον νόμο, πέρα και πάνω από τους κανόνες που καθορίζουν τη ζωή και τη δράση των Ελλήνων πολιτών.
Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ πολιτικός κ. Μιχάλης Λιάπης, που διετέλεσε επί δεκαετίες βουλευτής στην παράταξη που ίδρυσε ο θείος του και στη συνέχεια υπουργός Μεταφορών στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο εξάδελφός του, κατηγορήθηκε κατά καιρούς για σειρά σκανδαλωδών αποφάσεων που σχετίζονταν με δημόσιες προμήθειες και αναθέσεις έργων – ΟΣΕ, Προαστιακός κ.λπ. Οι υποθέσεις αυτές έφθασαν στη Βουλή όταν είχαν ήδη παραγραφεί ελέω νόμου περί «ευθύνης» υπουργών και «ξεχάστηκαν» στα συρτάρια της. Οπως γρήγορα «ξεχάστηκαν» και τα δεκάδες δημοσιεύματα για τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις του με τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο της Siemens στην Ελλάδα Μιχ. Χριστοφοράκο, που λέγεται ότι βάρυναν αποφασιστικά στην απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή να τον αφήσει εκτός κυβέρνησης. Πώς, λοιπόν, να μη θεωρήσει ο πρώην υπουργός ότι μπορεί να κινείται και να λειτουργεί πέρα και πάνω από τον νόμο; Και γιατί να δείξει στοιχειώδη μεταμέλεια και σεβασμό απέναντι στη Δικαιοσύνη, όταν έχει γαλουχηθεί με βάση τις διαχρονικές πολιτικές… αξίες της ατιμωρησίας και της ανευθυνότητας;
ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ υπάρχουν και στην περίπτωση του κ. Χάρη Τομπούλογλου. Κομματικό στέλεχος από τα νεανικά του χρόνια, διορισμένος σε κρατική τράπεζα την οποία σπανίως επισκεπτόταν, βρέθηκε κάποια στιγμή στα βουλευτικά ψηφοδέλτια της Ν.Δ. στη Β’ Περιφέρεια της Αθήνας, χωρίς να επιτύχει να εκλεγεί και στη συνέχεια χρίστηκε υποψήφιος δήμαρχος Νέας Φιλαδέλφειας, επίσης χωρίς να επιτύχει να εκλεγεί. Προφανώς οι… επιτυχίες του αυτές συνετέλεσαν αποφασιστικά στην επιλογή του για τη θέση του προέδρου ενός από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα νοσοκομεία της χώρας. Αλλωστε, η δεξαμενή των αποτυχόντων πολιτευτών είναι σταθερά τα τελευταία σαράντα χρόνια αυτή από την οποία κυρίως επιλέγονται και προωθούνται στελέχη στις θέσεις-κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, με βασικό τους προσόν συνήθως μόνο την κομματική τους προσφορά και νομιμοφροσύνη και όχι τις ικανότητες και την ιστορία τους. Και βέβαια η «πολιτική» εκπαίδευση του κ. Χάρη Τομπούλογλου αποδείχθηκε πλήρης σε χρόνο μηδέν: «Δεν είμαι εγώ μαλ…ς -ακούγεται να λέει σε μία από τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του- να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία αυτή την εποχή»!
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι τα δύο τελευταία αυτά περιστατικά στη μακρά λίστα των αποκαλύψεων κρουσμάτων διαφθοράς στον δημόσιο βίο μας δεν είναι τα πλέον σοβαρά. Αποτελούν ίσως μάλιστα απλές παρωνυχίδες μπροστά σε κορυφαία σκάνδαλα, όπως αυτά των εξοπλισμών, της Siemens ή του Χρηματιστηρίου. Είναι, όμως, εξόχως διδακτικά. Αποκαλύπτουν τη νοοτροπία σημαντικής μερίδας των πολιτικών μας και εξηγούν τον τρόπο δράσης τους στα μεγάλα και τα σημαντικά. Τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, που δεν εργάσθηκαν ποτέ και βρέθηκαν ξαφνικά με εξουσία στα χέρια χωρίς καμμιά προηγούμενη εμπειρία, ελέω οικογενειακής παράδοσης ή λόγω της «προσφοράς» τους στην κομματική οργάνωση, βλέπουν την πολιτική ως επάγγελμα και ως βιοπορισμό στην καλύτερη περίπτωση και ως ευκαιρία πλουτισμού στη χειρότερη. Και βέβαια ο νόμος περί ευθύνης υπουργών λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής σε τέτοιου είδους αισχρές αντιλήψεις και πρακτικές, καθώς η ατιμωρησία μεγεθύνει την αμετροέπεια και ενισχύει τον αμοραλισμό, την αλαζονεία και τον κυνισμό που χαρακτηρίζουν τα επίδοξα λαμόγια. Αν αυτό το νομικό πλαίσιο δεν αλλάξει σύντομα, αν οι πολιτικοί δεν εξομοιωθούν σε ό,τι αφορά την ποινική μεταχείρισή τους με την υπόλοιπη κοινωνία, θα ζήσουμε ακόμη χειρότερες στιγμές στην πολιτική μας σκηνή… Οπως και αν συνεχίσουμε να εκλέγουμε τους κοινοβουλευτικούς αντιπροσώπους μας με τα ίδια παρωχημένα και αποδεδειγμένα πλέον λανθασμένα κριτήρια… Ας κάνουμε και εμείς, οι πολίτες, την αυτοκριτική μας…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Real News” την Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013