Του Γιάννη Παντελάκη
Tα μέσα ενημέρωσης δεν διανύουν και τις καλύτερες ημέρες τους στη χώρα μας. Γνωστό αυτό, τουλάχιστον σε όσους έχουν μικρή ή μεγαλύτερη σχέση με αυτά. Γνωστό κατά ένα μέρος και σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας που είναι ο βασικός αποδέκτης των πληροφοριών και απόψεων που τα μέσα εκπέμπουν. Δεδομένη και η επιδείνωση αυτής της κατάστασης τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης. Ο χώρος των ΜΜΕ ίσως να είναι από τους περισσότερο πληττόμενους.
Την αρνητική αυτή εικόνα έρχεται να επιβεβαιώσει και η τελευταία (δημοσιοποιήθηκε την 1η Μαΐου) έκθεση της οργάνωσης των «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα». Η χώρα μας κατρακύλησε στην 99η θέση όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου. Επεσε δηλαδή κατά 15 θέσεις συγκριτικά με την προηγούμενη έκθεση της ίδιας οργάνωσης. Η Ελλάδα βρίσκεται στη χαμηλότερη θέση μετά τη Βουλγαρία στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και για να συμπληρώσουμε την διόλου ειδυλλιακή αυτή εικόνα, να προσθέσουμε ότι η χώρα μας στον συγκεκριμένο τομέα (της ελευθερίας του Τύπου) βρίσκεται χαμηλότερα από το Κιργιστάν, τη Ζάμπια, τη Νικαράγουα, τη Σιέρα Λεόνε κ.ά.
Από μια πρώτη ανάγνωση, η εικόνα αυτή ξενίζει. Δεν έχουμε ορατές και εξόφθαλμες παρεμβάσεις οι οποίες να δικαιολογούν τόσο δραματικό περιορισμό στην ελευθερία του Τύπου. Δεν βιώνουμε φαινόμενα τύπου Τουρκίας, με δημόσιες και αυθαίρετες απαγορεύσεις ή φυλακίσεις, για παράδειγμα. Δεν έχουμε ούτε καν (παρά μικρές εξαιρέσεις) θύματα, με την παραδοσιακή έννοια (τραυματισμούς, συλλήψεις ή θανάτους), ανθρώπων του Τύπου. Αρα, πώς δικαιολογείται αυτή η κατρακύλα στην κατάταξη;
Την απάντηση δίνει η ίδια η έκθεση. Οπως επισημαίνει, τα ΜΜΕ στη χώρα μας, από την αρχή της κρίσης, έχουν πληγεί σε τεράστιο βαθμό και όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι άνεργοι πλέον. Μακροχρόνια άνεργοι, θα προσθέταμε εμείς. Και σημειώνει ακόμα η έκθεση χαρακτηριστικά: «Οι λίγοι εφοπλιστές και επιχειρηματίες που ελέγχουν τα ΜΜΕ στην Ελλάδα έχουν στραφεί σε πιο κερδοφόρους τομείς… Η κρίση στα ελληνικά media είναι και η απόληξη μιας μακράς πελατειακής σχέσης τους με τις κρατικές αρχές».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Τα ΜΜΕ στη χώρα μας, στη μεγάλη πλειονότητά τους, βασίστηκαν σε μια μακρόχρονη σχέση με τις πολιτικές -και όχι μόνο- εξουσίες. Και ώς ένα βαθμό, σαφώς μικρότερο, αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει ακόμα. Τα ΜΜΕ δεν είναι αυτόνομες επιχειρήσεις πληροφόρησης, με οικονομική αυτοτέλεια. Αλλά επιχειρήσεις που σε μεγάλο βαθμό εξαρτούσαν την παρουσία τους από τις σχέσεις τους με την εξουσία – πολιτική και οικονομική. Υπήρχε μια απόλυτη διαπλοκή. Οικονομικά ζημιογόνες επιχειρήσεις παρέμεναν στη ζωή είτε με προνομιακό (συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις) δανεισμό είτε με «μαύρο χρήμα» που ερχόταν από διάφορες κατευθύνσεις. Η σύνδεση και η εξάρτηση από τα άλλα κέντρα ήταν απόλυτη. Παρατηρούσες εφημερίδες με ελάχιστες κυκλοφορίες να εισπράττουν τεράστια κρατικά κονδύλια διαφήμισης. Παρατηρούσες ιδιοκτήτες ΜΜΕ να χρησιμοποιούν τα Μέσα ως μοχλό πίεσης για παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες. Παρατηρούσες χίλια δυο όλα αυτά τα χρόνια που κατέληγαν στη δημιουργία μιας μεγάλης φούσκας και για την οποία λίγοι μιλούσαν. Και όταν το έκαναν, έχαναν τις θέσεις τους ή περνούσαν απαρατήρητοι.
Με τη βαθιά οικονομική κρίση, η φούσκα έσκασε. Τα ΜΜΕ κλείνουν το ένα μετά το άλλο· όσα παραμένουν σε ζωή το κάνουν με αβέβαιο μέλλον και δραματικές επιπτώσεις στους εργαζομένους τους. Αρα και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι προκειμένου να διατηρήσουν μια θέση έστω κακοπληρωμένης εργασίας, σ’ ένα μεγάλο μέρος τους, είναι πρόθυμοι για αρκετές εκπτώσεις πάνω στη δουλειά τους. Περιορίζουν την ερευνητική τους ματιά, δέχονται πιο εύκολα πιέσεις κάθε είδους, είναι αναμφισβήτητα περισσότερο ευάλωτοι από κάθε άλλη φορά. Το βλέπουμε όλοι το τελευταίο διάστημα. Δημοσιογράφοι παραδέχονται ότι έκρυβαν ή αλλοίωναν ειδήσεις, επειδή «έτσι τους είχαν πει». Ποιοι; Οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ στα οποία απασχολούνται.
Αυτές ακριβώς τις παραμέτρους αναδεικνύει ουσιαστικά και η έκθεση των «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα». Και έχει απόλυτο δίκιο. Αναδεικνύει ένα θέμα το οποίο και εμείς οι δημοσιογράφοι (στην πλειονότητα τουλάχιστον) προτιμάμε να αποσιωπούμε. Δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να το προβάλλουμε…