του Σπύρου I. Φλογαΐτη
Όταν ήμουνα μικρός ο πατέρας μου με έπαιρνε συχνά μαζί του, στην πλατεία, στο παζάρι, στα καφενεία. Ενώ δεν ήταν εκδηλωτικός τύπος, ιδιαίτερα προς τα παιδιά του, μου έδειχνε την αγάπη του παίρνοντάς με από το χέρι, όπου πήγαινε. Και όταν συζητούσε με τρίτους, με έβαζε πάντα στην κουβέντα να πώ και γώ τη γνώμη μου, δίνοντάς μου αξία και γαλβανίζοντας την αυτοπεποίθησή μου. Θυμούνται όλοι στην οικογένειά μας, ότι στις εκλογές των αρχών του ’50 μεταξύ Πλαστήρα και Παπάγου, ο κεντρώος πατέρας μου ήταν με τον Πλαστήρα, όπως άλλωστε και ο σύζυγος της αδελφής του Ανθής, Σπύρος Κονδυλάτος, Δικηγόρος κι’ αυτός. Στις συζητήσεις τους όμως είχαν και μένα, στα πρώτα μου χρόνια, και με ρωτούσε ο πατέρας μου τη γνώμη μου ως προς το ποιός θα βγεί κι΄ εγώ απαντούσα παιδικά, ποιός ξέρει γιατί, «-Παπάγο!», για να εισπράξω αμέσως ένα «-Σώπα μωρέ παιδί μου, ο Πλαστήρας θα βγεί». Επειδή οι εκλογές δεν ξέρουν από παιδιά, απλά να θυμηθούμε ότι βγήκε ο Παπάγος.
Έτσι, από βόλτα σε βόλτα και από καφενείο σε καφενείο έμαθα πράγματα και καταστάσεις και γνώρισα ανθρώπους που δεν υπάρχουν πιά, αυτό που είναι για μένα η Λευκάδα.
Εκείνα τα χρόνια, ήταν σπουδαίο για την κοινωνία της Λευκάδας να είσαι σπουδαγμένος, και μάλιστα αυτό δεν αρκούσε, έπρεπε να είσαι και λόγιος, ιδιαιτέρως δε της κοινωνικής προσφοράς. Ο πατέρας μου ήταν Δικηγόρος, αλλά ήθελε να είναι και λόγιος, και ήταν πράγματι, διότι του άρεσε με πάθος η ιστορία και η λαογραφία, που υπηρετούσε με αγάπη, λατρεία θα ήλεγα, των πίσω χωριών και των κοινωνιών που τον εξέθρεψαν.
Οι Δικηγόροι ήσαν εννέα τον αριθμό όλοι κι’ όλοι, πάντοτε με γραβάτα και κοστούμι, ή με παπιγιόν, όπως ο αείμνηστος Λογοθέτης, πατριάρχης των υπολοίπων της γενιάς του πατέρα μου. Περιγελούσαν εκείνους που δεν ήταν δυνατοί στο αστικό δίκαιο και τις προτάσεις και προτιμούσαν τα εύκολα ακροατήρια του ποινικού, και για κάποιον απ’ αυτούς έλεγαν ότι στη βιβλιοθήκη του είχε μόνο τον αστικό κώδικα. Επρόκειτο βέβαια για μάλλον αθώες λευκαδίτικες κακιούλες, γιατί θυμάμαι πολύ καλά τον αλληλοσεβασμό που είχαν όλοι σε όλους. Όταν βρισκόντουσαν στις παρέες στην πλατεία και η συζήτηση έφτανε σε ένα νομικό ζήτημα, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά λόγω της επαγγελματικής διαστροφής των δικηγόρων, τους άρεσε να κάνουν επίδειξη γνώσεων ο ένας στον άλλο, με αναφορές όχι μόνο στο ισχύον αστικό δίκαιο αλλά και στον προϊσχύσαντα Ιόνιο Πολιτικό Κώδικα!
Οι περισσότεροι από τους Δικηγόρους ήταν και λόγιοι, και τους άρεσε να κάνουν παρέα τους φιλόλογους και άλλους καθηγητές ή δασκάλους, από την αναγνώριση των οποίων έπαιρναν κύρος, εκεί, στου Πανωθόμου, το βιβλιοπωλείο της αγοράς, κοντά στο σπίτι μου, όπου μαζεύονταν κάθε βράδυ και συζητούσαν. Αυτή η βραδυνή παρέα ήταν ζηλευτή και όλοι, ιδίως οι νεότεροι επιστήμονες, ονειρεύονταν να γίνουν αποδεκτοί, πράγμα που δεν ήταν και δύσκολο όταν ήταν σεβαστικοί στους παλαιότερους. Και η Λευκάδα ήξερε ότι είχε την πνευματική της ηγεσία που συμβόλιζε αέναα την πνευματική ηγεμονία που ήθελε να έχει, και πραγματικά είχε, στην ευρύτερη περιοχή, τόσο στο νησί όσο και στην Ακαρνανία ή την Ήπειρο.
Απ’ αυτό τον κόσμο έβγαιναν και οι ομιλητές στις εθνικές εορτές ή στις Εορτές Λόγου και Τέχνης, όπως επίσης και τα διοικητικά συμβούλια των πολλών πολιτιστικών, αθλητικών και μουσικοφιλολογικών συλλόγων της πόλης της εποχής με πρώτη την Φιλαρμονική, άν και στα σωματεία συνέβαλαν πολύ με τις δυνάμεις τους και άνθρωποι που προέρχονταν από τους εμποροβιοτέχνες ή άλλοι.
Δίπλα τους ήταν οι κινημοτογραφιστές, θυμάμαι τους αδελφούς Τσιρίμπαση και μάλιστα τους αδελφούς Σπύρο και Γιώργο Σκληρό, ο Σπύρος ήταν και ο νονός μου, ανθρώπους της προόδου, που είχαν συνείδηση ότι οι τανίες τους έφερναν τον μοντερνισμό και ανοιχτούς ορίζοντες στην κοινωνία της μικρής μας επαρχίας. Θυμάμαι ότι ο νονός μου Σπύρος μου είχε το ελεύθερο της πρόσβασης στις προβολές του Απόλλωνα, πιστεύοντας, και είχε δίκιο, ότι μου ανοίγει τους ορίζοντες της σκέψης.
Αυτή η κοινωνία άρχισε τον μακρόσυρτο γηρασμό της στο πέρασμα προς τη δεκαετία του ΄70: Εκτός από τον πατέρα μου, ο δάσκαλος όλων Μανούδης, ο φιλόσοφος Σπύρος Κατωπόδης που έμενε στου Αρέθα και έγραφε επιστολές στην Βασίλισσα της Αγγλίας, ως αγγλομαθής και αγγλοαναθρεμένος που ήταν, ο Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος που σφράγισε την εποχή του, ο σεβαστός σε όλους Πανταζής Κοντομίχης, αλλά και νεότεροι, όπως ο Θεοδόσης Στραγαλινός, ο ξάδελφός μου Γιάννης Σκληρός, κ.ά. Η παρέα αυτή άρχισε τότε να μαζεύεται στο καφενείο του Πούλου στην πλατεία, πραγματικά το πιο ταπεινό μέρος μιας πλατείας, που αποτελούσε και ίσως αποτελεί ακόμη, το πολιτικό εργαστήρι της πόλης και του νησιού. Έτσι γεννήθηκε η Ακαδημία των Βλαμένων.
Ακαδημία των Βλαμένων ήταν ο τίτλος που έδωσαν στη σύναξή τους αυτοσαρκαζόμενοι οι άνθρωποι αυτοί, που ερχόταν από τα παλιά σε μια κοινωνία που ήδη από την Δικτατορία και μετά άλλαζε ραγδαία, και οι οποίοι είχαν τη χαρά να τους κάνουν εκεί παρέα οι νεότεροι, αυτοί που ήταν σεβαστικοί στο διάβα τους και ήθελαν να είναι η συνέχειά τους, μένοντας πιστοί στις παλιές αξίες, αυτές που έδωσαν στη Λευκάδα το δικαίωμα να επαίρεται για το πνευματικό της επίπεδο.
Όμως οι άνθρωποι που αποτελούσαν την ελεύθερης σύνθεσης αυτή παρέα, ήξεραν που βρίσκονταν, γνώριζαν ότι οι καιροί άλλαζαν, μάλιστα ο καθένας με τον τρόπο του είχε δώσει τη ζωή του γι’ αυτή την αλλαγή: Από τον Καθηγητή Μανούδη που είχε απολυθεί από την υπηρεσία για τις πεποιθήσεις του, μέχρι τον πατέρα μου, που πεπεισμένος αγροτιστής όπως ήταν, δεν δίσταζε να παίρνει στα καφενεία της πλατείας τα παλιά τα χρόνια, τον πιο αδικημένο από τη φύση γεωργό της νότιας Λευκάδας, τον καλό του φίλο Δημητράκη, όταν η πλατεία της Λευκάδας δεν ήταν προσβάσιμη στους πολλούς.
Σ΄αυτούς τους ανθρώπους και σ΄ αυτή την ακαδημία μαθήτευσα κι’ εγώ, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό γι΄αυτό, για τους ανθρώπους που γνώρισα και την αστείρευτη σοφία τους που με τόση ταπεινότητα εξέπεμπαν και της οποίας τόσο άπλετα ωφελήθηκα. Εάν δεν υπήρχαν οι κοινωνικές συμβατικότητες, θα έπρεπε λοιπόν στο βιογραφικό μου να προσθέσω ότι μαθήτευσα πριν απ΄όλα στην Ακαδημία των Βλαμένων.