του Σπύρου I. Φλογαΐτη
Σάββατο βράδυ, μετά τις υποχρεώσεις μου σκέφθηκα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα να περάσω από τον χώρο συγκέντρωσης των φοιτητών και όχι μόνο, του κολλεγίου μου στο Καίμπριτζ και να δώ άν ήταν η σειρά του Γιώργου να σερβίρει στο μπάρ. Ήταν εκεί, μετρημένος, προσεκτικός, φιλικός, ευχάριστος, ο Έλληνας διδακτορικός φοιτητής στην επιστήμη της πληροφορικής, που, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελλάδα, έγινε δεκτός στο διάσημο Πανεπιστήμιο.
– Βρέ Γιώργο, του είπα, δεν το αντέχω άλλο αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, πως είναι δυνατό, ξαναγυρίσαμε στα χρόνια του ’70, όταν σπούδαζα στην Ευρώπη, που με ρωτούσαν παντού με λατρεία για τη χώρα μας αλλά και αγωνία, τί κάνει η Ελλάδα, πότε θα πέσει η δικτατορία, πώς πάει η ομαλοποίηση, πώς ανδρώνεται και πάλι η Δημοκρατία στη χώρα που τη γέννησε. Ξαναζώ την ίδια καταφρόνια. Πώς να είχα φανταστεί ότι θα μου συνέβαινε να ξαναζήσω τα ίδια στην ώριμη φάση της ζωής μου;
Κι’ όμως ζήσαμε, στα χρόνια της Δημοκρατίας μας, λαμπρές στιγμές για τη δύσμοιρη χώρα μας. Το 2004 η Ελλάδα ήταν ικανή να κερδίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, να κάνει τους λαμπρότερους Ολυμπιακούς Αγώνες στη χώρα που τους γέννησε, να πάρουμε το πρώτο βραβείο της Eurovision, να κερδίσουμε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Μπάσκετ το 2005 και να βγούμε δεύτεροι στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μπάσκετ 2006. Τα παιδιά μπορούσαν να είναι βέβαια ότι μπορούν να συγκριθούν με τα άλλα παιδιά της Ευρώπης και μάλιστα να κερδίσουν τη σύγκριση. Αφού μπορούσε ο Χαριστέας και ο Νικοπολίδης, μπορούσαν κι’ αυτά. Στα ίδια χρόνια, η Ελλάδα ήταν μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με πρέσβυ τον Ντίμη Βασιλάκη, που, όταν τον έβλεπες στους διαδρόμους και τις αίθουσες του ΟΗΕ χωρίς να ξέρεις ποιός είναι, θα νόμιζες πως ήταν ο εκπρόσωπος μιας μεγάλης δύναμης, τέτοια ήταν η εμβέλειά του, και τις ακούραστες και άξιες αναπληρωτές του, την πρέσβυ Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και την Προϊσταμένη της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας Μάνια Τελαλιάν, που κυριολεκτικά άφησαν εποχή. Τα χρόνια εκείνα ήμουν μέλος του Διοικητικού Δικαστηρίου του ΟΗΕ, στο οποίο με είχε εκλέξει η Γενική Συνέλευση το 1999, και το 2004 η Γενική Συνέλευση εξέλεγε τους Δικαστές για τη νέα δικαστική περίοδο. Η Ελλάδα, στο πρόσωπό μου πήρε 155 ψήφους, όταν η Γαλλία πήρε 120, και θυμάμαι, τα επαινετικά σχόλια για τη χώρα μας του κάθε κράτους που ζητούσαμε την υποστήριξή του. Αυτή η δύναμη μου επέτρεψε να εκλεγώ τέσσερεις συνεχείς φορές Πρόεδρος του Δικαστηρίου, σε μιαν εποχή που ο Βασίλης Σκουρής είχε γίνει Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος Ευρωπαίος Συνήγορος του Πολίτη και ο Χρήστος Ροζάκης είχε εκλεγεί Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφού οι Γάλλοι διεκδίκησαν την προεδρία λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες να τα έχουν όλα δικά τους. Ήταν παραλήρημα ουτοπίας λοιπόν; Μήπως αυτά δεν συνέβησαν ποτέ; Αυτή η χώρα δεν μπορεί; Και πως μπόρεσε τότε;
Τα μάτια του Γιώργου έλαμψαν. Πίσω από το μπάρ, χτύπησε το χέρι του στον πάγκο και είπε:
– Μην στενοχωριέσθε, κύριε καθηγητά, αυτή η Ελλάδα υπάρχει, και θα γυρίσουμε εμείς πίσω να την ξαναφτιάξουμε.
– Γιώργο, η φράση σου μου θυμίζει τα νιάτα μου στο Παρίσι, του λέω. Νά ‘σαι καλά που μου ξαναδίνεις ελπίδα. Ναι, θα την φτιάξετε, και είμαι βέβαιος ότι θα είναι καλλίτερη.