Κανονικά, ο Παύλος Πολάκης θα έπρεπε να κατηγορεί τον Στέφανο Κασσελάκη για λογοκλοπή: με όλα αυτά τα περί της οικογένειας Μητσοτάκη, περί του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, περί των δικαστών που δεν αποδίδουν δικαιοσύνη, περί του διαπλεκόμενου Σημίτη, περί των καπιταλιστών που ρουφούν το αίμα του εργάτη με το μπουρί της σόμπας, ο γιατρός έχει κάνει καριέρα τόσα χρόνια.
Του Στέφανου Τζανάκη
Ο λαϊκισμός στα καλύτερά του…
Αλλά μήπως μπορεί κι αυτός να διεκδικήσει πνευματικά δικαιώματα για τα παραπάνω; Αν πάμε μερικά χρόνια πίσω, στα πρώτα χρόνια των Μνημονίων, δεν ήταν ο Παύλος Πολάκης που τα έλεγε όλα αυτά, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας και σύσσωμα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Λαϊκισμός κι όποιος αντέξει.
Ήταν οι ηρωικές εποχές των αγανακτισμένων – όταν το κόμμα προετοιμαζόταν για να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας με την υπόσχεση για μία «πραγματική» διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η οποία κατέληξε όπως κατέληξε.
Μετά από την ήττα του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να αφήσει πίσω του όλα αυτά και να επιχειρήσει να ανοίξει το κόμμα του σε ευρύτερες δυνάμεις. Προσπάθησε, αλλά όχι και πολύ, να ξεπεράσει την τοξική ρητορική. Έφτασε πάντως στο σημείο να προαναγγείλει την διαγραφή του Παύλου Πολάκη ο οποίος επανέκαμψε μαζί με τον Στέφανο Κασσελάκη, μετά από την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, τον Μάιο και τον Ιούνιο και τον θρίαμβο του πρώην στελέχους της Goldman Sachs επί της Έφης Αχτσιόγλου.
Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχανε ευκαιρία να μιλήσει επί προσωπικού για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά ο Πολάκης το είχε πάει το πράγμα σε άλλο επίπεδο, προχωρώντας ακόμα και σε επικηρύξεις. Τότε, όλος ο ΣΥΡΙΖΑ – οι πολλοί που ήταν αντίπαλοί του και οι λίγοι που ήταν μαζί του – είχαν αντιταχθεί στην πρόθεση του Αλέξη Τσίπρα να τον εξωπετάξει από το ψηφοδέλτιο των Χανίων.
Πολλοί τότε είχαν σπεύσει να πουν ότι η αρνητική αντίδραση – για παράδειγμα – του Νίκου Φίλη στην διαγραφή Πολάκη εκκινούσε από την αντιπολιτευτική διάθεση προς τον Αλέξη Τσίπρα: καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ όδευε προς εκλογική ήττα, η Κουμουνδούρου ξεκινούσε να δημιουργεί τους φταίχτες της επόμενης μέρας – εκείνοι θα χρεώνονταν την ήττα και η ηγεσία θα συνέχιζε την πορεία της.
Τα σενάρια εκείνα θα άντεχαν σε μία «κανονική» ήττα – αλλά όχι και σε μία συντριβή, πόσο μάλλον μία διπλή συντριβή. Έτσι, ο Αλέξης Τσίπρας παραμέρισε – και αμέσως ξεκίνησε μία ανελέητη μάχη των trolls στο Διαδίκτυο – στην αρχή εναντίον «των υπονομευτών του κόμματος» και στη συνέχεια υπέρ του κ. Κασσελάκη και εναντίον των «υπονομευτών».
Η ρητορική Κασσελάκη είναι η ρητορική Πολάκη χωρίς τις επικηρύξεις – τουλάχιστον προς το παρόν. Αλλά είναι και η ρητορική του Αλέξη Τσίπρα και όλων των στελεχών του κόμματος – αν εξαιρέσει κανείς κάποιους λίγους και κάποιες λίγες. Με την έννοια αυτή, αυτό που συμβαίνει σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι μία συνηθισμένη μάχη εσωκομματικής εξουσίας – απλώς, η προσφυγή του νέου προέδρου στο εφεύρημα του δημοψηφίσματος προκειμένου να διαγράψει τον Νίκο Φίλη και τον Στέφανο Τζουμάκα συσπείρωσε τους πάντες εναντίον του – και ο λόγος είναι απλός: Αν του περάσει, στην πορεία τα δημοψηφίσματα θα είναι οι κομματικές γκιλοτίνες για τα μη αρεστά στην ηγεσία στελέχη. Και ποια είναι η ηγεσία; Τα κομματικά trolls – υπήρχαν πριν από τον κ. Κασσελάκη και ενδεχομένως θα υπάρχουν και μετά από αυτόν.