Υπάρχει περίπτωση οι δημοσκοπήσεις να υπερεκτιμούν και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε γίνει πριν από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου; Τίποτε δεν αποκλείεται – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για λάθος των δημοσκόπων: απλώς, κάποιοι από τους ψηφοφόρους του κόμματος ενδέχεται σε αυτή τη φάση της εσωκομματικής παραζάλης να νιώθουν με έναν τρόπο υποχρεωμένοι να στηρίξουν δημοσκοπικά την προηγούμενη επιλογή τους.
Του Στέφανου Τζανάκη
Αν κοιτάξει κανείς τις συμπληρωματικές ερωτήσεις, θα αντιληφθεί ότι ένα ποσοστό μεταξύ 65% και 77% εκείνων που σήμερα δηλώνουν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζουν τις επιλογές Κασσελάκη. Αυτό παραπέμπει σε ένα μονοψήφιο ποσοστό «σίγουρης» ψήφου στο κόμμα – ένα ποσοστό που ενδέχεται να μειωθεί αν ανέβει και άλλο η ένταση του εσωκομματικού εμφυλίου.
Κι ας μην συγχέει κανείς τα όσα συμβαίνουν σήμερα με την εμπειρία του καλοκαιριού του 2015, όταν αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ η ομάδα Λαφαζάνη: τότε ήταν πολύ νωπές οι εκλογικές νίκες του Αλέξη Τσίπρα – από τις ευρωεκλογές του ‘14 , στις εθνικές του Ιανουαρίου του ‘15 ως και το καλοκαιρινό δημοψήφισμα. Και το κυριότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Όπως είναι γνωστό, η εξουσία είναι η ισχυρότερη συγκολλητική ουσία για τα κόμματα – ενώ η αντιπολίτευση τροφοδοτεί φυγόκεντρες τάσεις. Σε αυτή τη φάση, τα στελέχη περί τον Στέφανο Κασσελάκη συμπεριφέρονται όπως η ηγεσία του ΚΚΕ πριν από τη διάσπαση του ΄91, που οδήγησε τα στελέχη που έφυγαν αρχικά στον Συνασπισμό και στη συνέχεια πολλούς από αυτούς στον ΣΥΡΙΖΑ.
Πώς συμπεριφέρονται; Σύμφωνα με τη θεωρία του Περισσού – ότι το δένδρο πρέπει να το κλαδέψεις για να μεγαλώσει. Εξ ου και άνθρωποι όπως ο Παύλος Πολάκης περίπου προκαλεί την εσωκομματική αντιπολίτευση να φύγει μόνη της, πριν την διώξουν.
Η αλήθεια είναι ότι ψυχολογικά, τα τρία ρεύματα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν πια να κοιταχτούν στα μάτια – και κυρίως δεν έχουν τίποτε να συμφωνήσουν για τα πολιτικά πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, η διάσπαση δεν είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στον ΣΥΡΙΖΑ – θα μπορούσαν όλα να τελειώσουν με ένα συνέδριο διάλυσης και μεγάλων επεισοδίων.
Το χειρότερο για την αξιωματική αντιπολίτευση είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι – στελέχη και ψηφοφόροι – που στηρίζουν τον Στέφανο Κασσελάκη όχι επειδή εκτιμούν τις θέσεις του και το επικοινωνιακό του ταλέντο, αλλά επειδή δεν θέλουν να βλέπουν στα μάτια τους εκείνους που ήταν στην ηγετική ομάδα του κόμματος τα προηγούμενα χρόνια. Τι θα απογίνουν άραγε όλοι αυτοί όταν μείνουν – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – χωρίς βαρβάρους;
Για τα στελέχη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, πρέπει πια να έχει γίνει σαφές γιατί ο Κασσελάκης τους πήρε το κόμμα μέσα από τα χέρια: δεν ήταν μόνον η καμπάνια του και η θρυλούμενη στήριξη από το περιβάλλον Τσίπρα, αλλά ήταν κυρίως η απόφαση της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων να τους ρίξουν την ευθύνη για την αποτυχία του κόμματος στις εθνικές εκλογές.
Όμως, το γεγονός ότι ο κ. Κασσελάκης προέκυψε ως η απάντηση στην κομματική γραφειοκρατία δεν τον καθιστά θελκτική επιλογή για την κοινωνία – και αυτό προκύπτει αβίαστα στις δημοσκοπήσεις, όπου καταγράφει χαμηλές προσωπικές πτήσεις και (πέραν των τρολ) είναι ελάχιστα δημοφιλής, παρότι πασίγνωστος μέσα σε δύο μήνες.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει για ακόμα χειρότερες ημέρες και κανείς δεν μπορεί – αλλά ούτε και θέλει – να κάνει κάτι για να το αλλάξει.