Στην πολιτική δεν έχει βρεθεί ακόμα το κόμμα που θα διαψεύσει το νόμο της βαρύτητας.
Του Παντελή Καψή
Αυτό επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά την Κυριακή, στο δεύτερο γύρο των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τα αποτελέσματα: αργά ή γρήγορα, κάθε κυβέρνηση, κατ επέκταση και οι υποψήφιοι που υποστηρίζει, υφίστανται φθορά.
Οι αιτίες μπορεί να διαφέρουν. Μερικές φορές τα πράγματα είναι πέρα από τον έλεγχο της. Ισχύει στην περίπτωση των φυσικών καταστροφών. Στη Θεσσαλία για παράδειγμα, δικαίως ή αδίκως, ο κ. Αγοραστός θεωρήθηκε υπεύθυνος για την καθυστέρηση έργων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να περιορίσουν τις επιπτώσεις της κακοκαιρίας Ντάνιελ. Έτσι απέτυχε να επανεκλεγεί, κάτι που πιθανότατα θα είχε πετύχει αν οι εκλογές είχαν γίνει δύο μήνες νωρίτερα.
Άλλοτε η φθορά προκύπτει από λάθη. Στην Αθήνα ο κ. Μπακογιάννης χρεώθηκε το φιάσκο του «Μεγάλου Περίπατου» το οποίο, μόνο προς το τέλος της θητείας του προσπάθησε να διαχειριστεί, και πάλι μόνο επικοινωνιακά, όταν ήταν ήδη πολύ αργά.
Μερικές φορές μάλιστα το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Η αρχική άρνηση του Δήμαρχου της Αθήνας να απολογηθεί, έδωσε την εντύπωση της αλαζονείας. Αυτό συνδυάστηκε με τις κατηγορίες για νεποτισμό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί, σε σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων, μια αρνητική εικόνα για τον ίδιο προσωπικά. Ίσως έτσι να εξηγείται και το γιατί στο δεύτερο γύρο ο κ. Μπακογιάννης πήρε λιγότερους ψήφους από τον πρώτο! Οι ψηφοφόροι της ΝΔ έκαναν το καθήκον τους στον πρώτο γύρο, ψήφισαν δημοτικούς συμβούλους και περιφερειάρχη, αδιαφόρησαν όμως στον δεύτερο.
Η φθορά βέβαια μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Απούσης της αντιπολίτευσης, τον ρόλο αναλαμβάνουν συχνά οι αντάρτες. Οι αναπόφευκτες εσωκομματικές δυσαρέσκειες μαζί με λάθος χειρισμούς και ατυχείς επιλογές προσώπων, οδήγησαν σε γαλάζιους εμφύλιους που τις περισσότερες φορές έληξαν με ήττα της κυβέρνησης.
Και βέβαια υπάρχει και η αντιπολίτευση. Οι δικές της επιλογές θα καθορίσουν αν η φθορά της κυβέρνησης θα εκφραστεί και πολιτικά. Η Αθήνα είναι και πάλι χαρακτηριστική περίπτωση. Αν στο δεύτερο γύρο είχε περάσει ο κ. Ζαχαριάδης είναι πολύ αμφίβολο ότι θα είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα. Με τον κ. Δούκα ωστόσο οι Αθηναίοι είχαν την αίσθηση ότι είχαν μπροστά τους μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Μπόρεσαν έτσι να δώσουν υπόσταση στη δυσαρέσκεια τους. Το ίδιο συνέβη στη Θεσσαλία και βέβαια στη Θεσσαλονίκη, όπου όμως η αντίδραση στον σημερινό Δήμαρχο ήταν μεγάλη και μέσα από τη ΝΔ.
Στην αντιπολίτευση θα είναι ασφαλώς στραμμένο το ενδιαφέρον και τους επόμενους μήνες. Ήδη έχουμε δύο διαφορετικές ερμηνείες του αποτελέσματος. Ο κ. Ανδρουλάκης προβάλλει την επιτυχία του ΠΑΣΟΚ, επισημαίνοντας ότι είναι η δεύτερη δύναμη στο χώρο της Αυτοδιοίκησης. Όσο για το μέλλον είναι χαρακτηριστική η αναφορά του ότι αποτελεί την «αξιόπιστη προοδευτική δύναμη, που θα αντιμετωπίσει με επιτυχία τη Νέα Δημοκρατία».
Σε διαφορετικό κλίμα οι δηλώσεις του κ. Κασσελάκη αλλά και του κ. Γιώργου Παπανδρέου οι οποίοι υποστήριξαν ότι η επιτυχία οφείλεται στη συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τον Σύριζα. «Όταν ενώνουμε τις προοδευτικές δυνάμεις, μπορεί να γίνει η ανατροπή» ήταν ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη δήλωση του κ. Παπανδρέου. Πανομοιότυπη και η δήλωση του κ. Κασσελάκη: «να τι κάνει ο προοδευτικός χώρος όταν ενώνεται».
Αυτό θα είναι και το μοτίβο της εσωτερικής αντιπαράθεσης στο χώρο της αντιπολίτευσης, τουλάχιστον ως τις ευρωεκλογές. Από τη μια πλευρά θα έχουμε τη σύγκρουση για το ποιο από τα δύο κόμματα θα βγει μπροστά. Από την άλλη όμως θα αντιπαρατίθενται δύο γραμμές που διαπερνούν οριζόντια τα δύο κόμματα. Και στα δύο, κάποιοι τάσσονται υπέρ της συνεργασίας και κάποιοι υπέρ της αυτόνομης πορείας.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ενδεχομένως να κρίνει τι θα ακολουθήσει. Αν το ΠΑΣΟΚ βγει καθαρά μπροστά, θα δικαιωθεί ο Ανδρουλάκης. Αν όμως έχουμε μια επανάληψη των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών, μια συντριπτική ήττα δηλαδή, τότε η πίεση για ένα νέο «Επινέ», για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς στο πρότυπο των Γάλλων σοσιαλιστών το 1971, θα είναι μεγάλη. Σπόνσορες για αυτή τη λύση υπάρχουν ήδη πολλοί.
Όσο για την κυβέρνηση δεν φαίνεται να υπάρχει η πρόθεση αλλά ούτε και τα περιθώρια, για αλλαγή της πολιτικής. Το ερώτημα είναι αν η συνταγή που έφερε τον εκλογικό θρίαμβο τον Ιούνιο, μπορεί να συνεχίσει να αποδίδει σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας, επίμονης ακρίβειας και επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης. Για την ώρα έχει την πολυτέλεια του χρόνου.
Ακόμα και μετά από ένα ενδεχόμενο ατύχημα στις ευρωεκλογές, θα έχει μπροστά της μια πλήρη τριετία. Με μια πληγωμένη κυβέρνηση και μια αντιπολίτευση που ψάχνει το βηματισμό της όμως, θα αρχίσουν να εμφανίζονται συννεφάκια στον ορίζοντα. Γιατί βέβαια παρά την επιστροφή στην κανονικότητα η χώρα παραμένει ευάλωτη όσο ποτέ. Στις επόμενες εκλογές είναι πολύ πιθανό να έχουμε μπροστά μας τα ίδια διλήμματα με το 2019 και το 2023. Απλώς η αντιμετώπιση τους θα έχει γίνει πολύ πιο δύσκολη.