Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι «προεδρικοί» του ΣΥΡΙΖΑ – δηλαδή οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα – ψάχνονται για τον άνδρα ή την γυναίκα θα υποστηρίξουν στις εσωκομματικές εκλογές που θα προκηρυχθούν το επόμενο Σαββατοκύριακο, στην συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
Του Στέφανου Τζανάκη
Το ενδιαφέρον γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, αν συνυπολογίσει κανείς ότι η συγκεκριμένη ομάδα πήρε το 75% των ψήφων στην εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Τι σημαίνει αυτή η δυστοκία; Ότι είναι τόσα πολλά τα ενδιαφερόμενα στελέχη αυτής της πλευράς; Ότι είναι τόσο λίγα τα αξιόλογα πρόσωπα που ακολουθούσαν τον Αλέξη Τσίπρα; Ότι είναι όλοι σε σοκ και περιμένουν τον πρώην πρωθυπουργό να επιστρέψει;
Όλες οι εκδοχές είναι στο τραπέζι, όσο δεν βγαίνει λευκός καπνός από την Κουμουνδούρου: Η Έφη Αχτσιόγλου, η οποία προβάλλεται ως το φαβορί στην κούρσα της διαδοχής του Αλέξη Τσίπρα, δεν ανήκει στην ομάδα των προεδρικών. Είναι ένα «ενδιάμεσο» στέλεχος, ανάμεσα στους «53» του Ευκλείδη Τσακαλώτου και τους υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα – με περισσότερες συμπάθειες στην εσωκομματική αντιπολίτευση, παρά στους υποστηρικτές του πρώην πρωθυπουργού.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτά δεν έχουν και μεγάλη σημασία, όταν ένα κόμμα έχει χάσει σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις περίπου το 50% της εκλογικής δύναμης που είχε πριν από 4 χρόνια. Τα στελέχη – και οι ψηφοφόροι ακόμα περισσότερο – δεν στέκονται στις εσωκομματικές ταμπέλες των υποψηφίων αρχηγών, αλλά στρέφονται σε εκείνους ή εκείνες που δείχνουν ότι μπορούν να μεγαλώσουν και πάλι το κόμμα.
Γιατί όμως είμαστε βέβαιοι ότι αυτό ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ; Η ΝΔ κρίθηκε όταν αποχώρησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας – το κόμμα προσωρινά κατέπεσε και στη συνέχεια ξανακυβέρνησε. Το ΠΑΣΟΚ κρίθηκε όταν πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου και τον διαδέχθηκε ο Κώστας Σημίτης – το κόμμα συνέχισε να κυβερνά, για άλλα οκτώ χρόνια. Και οι δύο σχηματισμοί πέτυχαν να ξεφύγουν από την βαριά σκιά των ιδρυτών τους. Γιατί; Επειδή είχαν την εξουσία όταν συντελέστηκε η παραίτηση του ενός και ο θάνατος του άλλου.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας είναι κάτι παραπάνω από ιδρυτής – και αυτό δεν θα διαφύγει από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Του έλαχε όμως να «παραμερίσει» – όχι όμως και να αποσυρθεί – σε συνθήκες τεράστιας ήττας του κόμματος. Μπορεί κάποιος να στοιχηματίσει σήμερα ένα ευρώ ότι αν σε λίγους μήνες είναι πρόεδρος ο ένας ή η άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει μπει σε πορεία επιστροφής στην εξουσία;
Προφανώς, όχι. Και δεν είναι μόνον η διείσδυση του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του Κέντρου που αποτρέπει κάθε τέτοια σκέψη. To κυριότερο είναι ότι από όλους τους φερόμενους ως υποψηφίους για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ουδείς έχει δείξει κάποιο ενδιαφέρον να απευθυνθεί στους κεντρώους ψηφοφόρους, οι οποίοι είναι σε τελική ανάλυση εκείνοι που δίνουν την εξουσία στον έναν ή στον άλλον με την ψήφο τους.
Στην πραγματικότητα, ουδείς έχει δείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κόμμα εξουσίας. Και φυσικά, η παράλειψη αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Φυσικά, δεν υπάρχει το τέλος της Ιστορίας. Τίποτε δεν είναι οριστικό στην πολιτική – μεταξύ αυτών και η σημερινή ηγεμονία του κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, με τα καμώματα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιο πιθανό να πέσουν, παρά να ξανασηκωθούν.