«Δεν ξεχάσαμε και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη σφαγή της Τριπολιτσάς που έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 στην οποία δολοφονήθηκαν βάναυσα χιλιάδες Μουσουλμάνοι Τούρκοι, Αλβανοί αδελφοί μας και Εβραίοι».
Βέβαια ο Ερντογάν συνοδεύει την ανάρτηση του αυτή με έναν πίνακα ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την Τριπολιτσά και το 1821 αλλά απεικονίζει τη μάχη του Πετροβαραντίν (1716) όπου ο οθωμανικός στρατός έπαθε πανωλεθρία από τους Αυστριακούς. Ο συγκεκριμένος πίνακας είναι έργο του George Philip Rugendes (1666-1742).
Για το τι έγινε το 1821 στην Τριπολιτσά έχουμε γράψει δύο άρθρα. Το πρώτο στις 23 Σεπτεμβρίου 2018 με τίτλο: «23 Σεπτεμβρίου 1821: Η άλωση της Τριπολιτσάς» και το δεύτερο στις 3 Οκτωβρίου 2018 με τίτλο: «Τι έγινε τελικά στην Τριπολιτσά το 1821;». Σήμερα, ορμώμενοι από την ανάρτηση του Ερντογάν στο Twitter, από την οποία πλέον απουσιάζει ο… fake πίνακας και υπάρχει μόνο ένα πλαίσιο (!) θα δούμε αν πραγματικά έγινε σφαγή των Αλβανών στην πόλη του Μοριά το 1821.
Για ποιους λόγους κατέβηκαν οι Αλβανοί στον Μοριά
Σύμφωνα με τον Τζορτζ Φίνλεϊ, (Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως ,Τόμος Α’) οι Αλβανοί που βρίσκονταν μέσα στην Τριπολιτσά ήταν 1.500.Άλλες πηγές κάνουν λόγο για 1.800, ενώ ο Κολοκοτρώνης αναφέρεται σε 2.500 Αλβανούς. Επρόκειτο για μισθοφόρους που υπέφεραν ελάχιστα κατά την πολιορκία της πόλης από τους Έλληνες. Έμπειροι στον ορεινό πόλεμο, θεωρούνταν και ήταν επικίνδυνοι εχθροί των επαναστατών. “Δι’ αυτούς η κακοπάθεια (ταλαιπωρία, κακουχία) των Τούρκων ή το όλως αδιάφορον πράγμα. Η μεγάλη υπόθεση της ζωής των ήτο να συλλέξωσι χρήματα εις την αλλοδαπήν και να τ’ αποκομίσωσιν ασφαλώς εις τα γενέθλια χωρία των εν Αλβανία”, γραφεί ο Φίνλεϊ.
Αλλά και ο Διονύσιος Κόκκινος σημειώνει:
«Ξένοι προς τον τόπον (οι Αλβανοί) μισθωτοί (ενν. μισθοφόροι) είχαν έλθει εις την Πελοπόννησον με την δίψα της λεηλασίας και των λαφύρων και των κερδών εύκολου πολέμου και ήδη ησθάνοντο τα δεινά μιας πολιορκίας που δεν είχαν προβλέψει. Δεν εσκέπτοντο λοιπόν πλέον παρά μόνον δι’ αυτούς».
Μυστικές διαπραγματεύσεις Ελλήνων και Αλβανών
Επικεφαλής των Αλβανών ήταν ο Αχμέτ Ντεμ Μπέης που καταγόταν από τους Φιλιάτες (σήμερα ανήκουν στο νομό Θεσπρωτίας). Δεν είχε τον φανατισμό των Τούρκων, ήταν σχετικά μορφωμένος και γνώριζε κάποιους Ευρωπαίους αλλά και επιφανείς Ελληνες όπως τους Δηληγιάννηδες. Βέβαια όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος: «… εις την Βοστίτσαν (Αίγιο) είχε ψήσει (κυριολεκτικά…) και αυτός μερικούς Χριστιανούς αλλά τούτο ευρίσκετο εις το πρόγραμμα των τουρκικών πολεμικών ενεργειών…». Όταν πήγε στην Τριπολιτσά με τους άντρες του έμαθε ότι στην φυλακή του Διοικητηρίου της πόλης ήταν κρατούμενος Μεταξύ άλλων και ο Θοδωράκης Δηληγιάννης.
Ο Αχμέτ Ντεμ επισκέφθηκε αρχικά τον Δηληγιάννη και στη συνέχεια επικοινώνησε μαζί του μέσω ενός μπουλούκμπαση (διοικητή μικρού στρατιωτικού σώματος). Ο Έλληνας πρόκριτος είπε στον Οθωμανό: «προσκύνα μου τον μπέη σου και πες του ότι εμείς καβγά με σας τους Αρβανίτες δεν έχουμε αλλά με τους ντόπιους Τούρκους. Και αν θέλετε σας δίνω 300.000 γρόσια και όσο βιός μπορέσετε να πάρετε από δω μέσα και με τα άρματά σας και με καράβια δικά μας και με ρεχέμια (ομήρους) να πάτε στον τόπο σας».
«Κάνετε σάμπρι (υπομονή) έως 10 μέρες και θα μαλώσουμε με τους γεργίσιους (ντόπιους) Τούρκους για τους λουφέδες μας (μισθούς μας) και για τα ταΐνια μας (σιτηρέσια μας) και τότε ερχόμαστε χίλιοι και σας βγάζουμε από τη φυλακή και κρατούμε από την μεγάλη Ντάπια (ταμπούρι) ως του Καλαβρύτου και βγαίνουμε όλοι μαζί και όσους άλλους Ρωμαίους βρούμε τους παίρνουμε μπροστά και βγαίνουμε με αυτούς».
Ο Δηληγιάννης δεν αποκάλυψε στους άλλους έγκλειστους Έλληνες τίποτα για τις διαπραγματεύσεις. Οι Αλβανοί πάντως τήρησαν την υπόσχεσή τους. Λίγες μέρες αργότερα 50 περίπου Αλβανοί αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν μπροστά από το διοικητήριο και φώναζαν στον καϊμακάμη (ανώτερο αξιωματούχο): «Δεν ήρθαμε να πουλήσουμε τα άρματά μας για να φυλάξουμε τα χαρέμια τον ντουντούμηδων (έτσι ονόμαζαν περιφρονητικά οι Αλβανοί τους Τούρκους της Ασίας). Θέλουμε τους λουφέδες μας». Το σχέδιο αυτό όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ο Αχμέτ Ντεμ αρρώστησε μερικές μέρες αργότερα και πέθανε όμως ο σπόρος της διχόνοιας μεταξύ Τούρκων και Αλβανών παρέμεινε.
Οι συνεννοήσεις Ελλήνων και Αλβανών συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του Αχμέτ Ντεμ. Επικεφαλής των Αλβανών ήταν πλέον ο Ελμάζ μπέης, ο Βελή μπέης και ο γιος του Μίτσα Μπόνου. Καθώς μετά τα τέλη Αυγούστου, η κατάσταση στην Τριπολιτσά είχε γίνει αφόρητη για τους πολιορκημένους, κάποιοι Αλβανοί προσχώρησαν στα ελληνικά στρατεύματα. Ο Διονύσιος Κόκκινος αναφέρει τα επώνυμα τριών από αυτούς: Τσουμάνης, Τζαφέρης και Χαμπίμπης. Όταν ο Χρήστος Στάικος ήρθε από την Ήπειρο στην Τριπολιτσά κομίζοντας πρόταση του Αλή Πασά για ελληνοαλβανική συνεργασία εναντίον των Τούρκων οι Αλβανοί αυτοί μεσολάβησαν έτσι ώστε να υπάρξει συμφωνία μεταξύ Κολοκοτρώνη και Ελμάζ μπέη.
Γράφει για αυτόν ο Γάλλος φιλέλληνας Ρεμπό που πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς: «Ένας από τους πιο ωραίους Τούρκους που έχω δει. Ήταν ντυμένος με όλο τον πλούτο που χαρακτηρίζει την αλβανική φορεσιά». (MARK MAZOWER, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»).
Η συμφωνία Ελλήνων και Αλβανών
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Ελμάζ μπέης έκλεισαν συμφωνία για την ασφαλή φυγή και διέλευση των Αλβανών από την Τριπολιτσά. Ο Γέρος του Μοριά είχε πολύ καλές σχέσεις από το παρελθόν με κάποιους Αλβανούς οπλαρχηγούς. Γράφει ο Mark Mazower: «…και έδωσε τώρα προσωπικό όρκο στον Ελμάζ μπέη – την μπέσα (η λ. είναι αλβανική, besa) που όλοι οι έντιμοι άνθρωποι της οθωμανικής βαλκανικής κοινωνίας αναγνώριζαν ως σημάδι ευγενούς χαρακτήρα και βάση αμοιβαίου σεβασμού – ότι εγγυόταν την επιστροφή στις εστίες τους μέσα από τις ελληνικές γραμμές».
Την άλλη μέρα ο μπέης έστειλε 13 μεγάλα σεντούκια με θησαυρούς για φύλαξη υπό την επίβλεψη του Κολοκοτρώνη. Ο Διονύσιος Κόκκινος αναφέρει ότι η αξία των θησαυρών αυτών υπολογιζόταν ανάμεσα σε τρία και τέσσερα εκατομμύρια γρόσια! Ο Ελμάζ μπέης ζήτησε στη συμφωνία εκτός από τους Αλβανούς να συμπεριληφθούν ο Κεχαγιάμπεης, ο καϊμακάμης, άλλοι επιφανείς Τούρκοι και τα χαρέμια των πασάδων, όμως οι Έλληνες αρνήθηκαν. Μάλιστα ο Ελμάζ προσφέρθηκε να δώσει αποζημίωση στους Έλληνες το ένα τρίτο από τους θησαυρούς των Τούρκων που θα ακολουθούσαν τους Αλβανούς. Άλλο ένα τρίτο θα κρατούσαν οι Αλβανοί και τα υπόλοιπα θα παρέμεναν στους Τούρκους. Οι βασικοί όροι της συμφωνίας προέβλεπαν ότι οι Αλβανοί θα αναχωρούσαν με τα όπλα και τα πράγματά τους και θα τους εξασφαλιζόταν η μετάβαση τους μέσω του Κορινθιακού Κόλπου στην Ήπειρο. Οι Έλληνες θα τους έδιναν ως εγγύηση για τη συμφωνία ομήρους ενώ οι Αλβανοί υποσχέθηκαν ότι δεν θα πολεμήσουν πάλι εναντίον των Ελλήνων.
Η αναχώρηση των Αλβανών από την Τριπολιτσά – Γιατί σκοτώθηκαν μερικοί από αυτούς;
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 έγινε η επίθεση των Ελλήνων στην Τριπολιτσά. Οι Αλβανοί αναχώρησαν από την πύλη των Καλαβρύτων. Κοντά σε αυτή βρισκόταν κατά την ώρα εξόδου τους ο Αναγνώστης Δηληγιάννης με πολεμιστές από τη Γορτυνία. Ο αδελφός του Θοδωράκης, που όπως είδαμε είχε έρθει σε αρχική συμφωνία με τους Αλβανούς, πέθανε την προηγούμενη μέρα από τις κακουχίες. Ο Αναγνώστης έβλεπε όλους τους Μουσουλμάνους της Τριπολιτσάς ως ένοχους για το έγκλημα αυτό.
Όταν είδε τους Αλβανούς να αποχωρούν ένοπλοι έγινε έξαλλος. Ο θυμός του μεταδόθηκε και στους άνδρες του. Οι Γορτύνιοι επιτέθηκαν αμέσως εναντίον των Αλβανών σκοτώνοντας μερικούς και λαφυραγωγώντας άλλους, ενώ ταυτόχρονα και άντρες του Αναγνωσταρά ο οποίος ήταν εναντίον της συμφωνίας προσπάθησαν να τους παρεμποδίσουν. Οι Αλβανοί θεώρησαν ότι είχαν πέσει σε παγίδα στην οποία τους έσυρε ο Κολοκοτρώνης. Τον περικύκλωσαν με υψωμένα όπλα και του ζητούσαν ασφάλεια ενώ του είπαν πως ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν τους Έλληνες αν συνεχιζόταν η επίθεση.
Ο Γέρος του Μοριά ακολουθούμενος πάντα από τους Αλβανούς κινήθηκε προς τους Γορτύνιους λέγοντας: «Αν θέλετε Έλληνες να βαρέσετε τους Αρβανίτες, σκοτώστε πρώτα εμένα. Ειδέ και είμαι ζωντανός να ξέρετε πως όποιος πρωτορίξει σε δαύτους, αυτόν θα πρωτοσκοτώσω». Η φωνή του Κολοκοτρώνη σταμάτησε τους άντρες του Δηληγιάννη και του Αναγνωσταρά και αποσοβήθηκε η ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών η οποία θα είχε ολέθριες συνέπειες. Όμως και πάλι οι Αλβανοί δεν ηρεμούσαν. Ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη τα χρήματα και τα πιστόλια που τους είχαν αφαιρεθεί νωρίτερα. Ένας Αλβανός μάλιστα ήθελε επίμονα την πιστόλα του. «Θέλεις να σου δώσω τη δική μου;»,απάντησε ο Κολοκοτρώνης και έβγαλε από τη θήκη της σέλας του αλόγου του ένα πιστόλι. Ο Αλβανός άπλωσε το χέρι του για να το πάρει αλλά τότε παρενέβη ο Ελμάζ μπέης που παρακολουθούσε έφιππος τη σκηνή. Οργισμένος για την ασέβεια του στρατιώτη του τράβηξε το σπαθί του και του χτύπησε το χέρι φωνάζοντας: «Τραβηχτείτε, καιρός για πιστόλια είναι τώρα; Δεν βλέπετε που κοντεύετε να χάσετε τα κεφάλια σας;»
Έτσι έληξε το ζήτημα που δημιουργήθηκε. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν εκ νέου και την επόμενη μέρα αναχώρησαν μέσω Καλαβρύτων για την Αιγιάλεια. Ορισμένες τουρκικές οικογένειες, περίπου 300, είχαν ακολουθήσει τους Αλβανούς. Ανάμεσα στους Τούρκους ήταν και ο διαβόητος Μαραμπούτης από την Κυπαρισσία που είχε συμμετοχή στη μάχη του Βαλτετσίου. Οι Αλβανοί ισχυρίστηκαν ότι είχαν δώσει τον λόγο της τιμής τους στους Τούρκους όμως ο Κολοκοτρώνης τους υπενθύμισε ότι ανάμεσα στους ίδιους(τους Αλβανούς) βρισκόταν και ο Ισά μπουλούκμπασης, Αλβανός που είχε σκοτώσει τον αδελφό του Ιωάννη και άλλους συγγενείς του στον διωγμό των κλεφτών το 1806: «Όταν εγώ δεν ζητώ τον φονιά του αδελφού μου και τόσων άλλων συγγενών μου ,τον Ισά τον μπουλούκμπαση διότι είναι Αρβανίτης δεν πρέπει και εσείς να μου ζητάτε να σας αφήσω ντόπιους Τούρκους, αφού δεν είναι Αρβανίτες». Το επιχείρημα του Κολοκοτρώνη ήταν αποστομωτικό και οι Τούρκοι επέστρεψαν στην Τριπολιτσα.
Οι Αλβανοί μετακινήθηκαν στο χωριό Μπεντενάκι. Εκεί έλαβαν από τον Κολοκοτρώνη ανέπαφα τα 13 κιβώτια που του είχαν εμπιστευτεί για φύλαξη. Την επόμενη μέρα έφυγαν προς τα Καλάβρυτα μέσω Λεβιδίου συνοδεία φρουράς τριακοσίων ανδρών υπό τον Πλαπούτα. Κοντά στα Σουδενά δέχτηκαν επίθεση από Καλαβρυτινούς οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τους φρουρούς τους, ενώ στη Βοστίτσα (Αίγιο) ο Ζαΐμης απαίτησε να του παραδώσουν τους Αλβανούς για να τους σκοτώσει. Επέμεινε μάλιστα τόσο πολύ που ο Πλαπούτας τον απείλησε: «Αφού εσείς θέλετε να χαλάσετε την συνθήκη που εκάμαμεν εν ονόματι του έθνους και του προσώπου μας, ενωμόμεθα κι εμείς με τους Αλβανούς και σας γινόμεθα μισαφιρέοι στην επαρχία σας και τότε βλέπετε τι είμεθα». Μετά τα λόγια του Πλαπούτα, ο Ζαΐμης υποχώρησε.
Χωρίς άλλα απρόοπτα οι Αλβανοί έφτασαν με πλοιάρια στα νησιά Τριζόνια του Κορινθιακού κόλπου, αφού άφησαν τους ομήρους που κρατούσαν από την Τριπολιτσά και τους “αντικατέστησαν” με τον Στάικο και τον Καραπάνο στην πορεία τους για την Ήπειρο. Μάλιστα από τα Τριζόνια έστειλαν στον Πλαπούτα επιστολή στην οποία του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους προς τον Κολοκοτρώνη που τήρησε την, προφορική μάλιστα, συμφωνία τους και τους επέστρεψε άθικτα τα πολύτιμα πράγματα τους.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Οι Αλβανοί βγήκαν αβλαβείς και ανενόχλητοι παρέλαβαν τα πράγματά τους από τον Κολοκοτρώνη. Διανυκτέρευσαν στις σκηνές τους, άφησαν ελεύθερους όσους ντόπιους είχαν πάρει μαζί τους κατά την έξοδο από την πόλη και έφυγαν την επόμενη μέρα υπό την προστασία των Ελλήνων που τους συνόδευαν ως τη Βοστίτσα. Από εκεί πέρασαν στα Τριζόνια και συνέχισαν με τα πόδια ως την Ήπειρο”.
Ο Γερμανός ιστορικός και ελληνιστή Gustav Hertzberg γράφει για τους Αλβανούς: «Οι δε Αλβανοί οίτινες απετέλουν έτι φάλαγγα σεβαστήν, κατ’ αρχάς μετέβησαν εις το σεράιον. Εντεύθεν ο Πλαπούτας οδήγησεν αυτούς μέχρι της πύλης των Καλαβρύτων, ένθα συνήντησεν αυτούς ο Κολοκοτρώνης και αναχαίτισε τους καταδιώκοντας Ελληνας. Ήγαγεν αυτούς μέχρι των Μυτίκων, ένθα μετά κόπου ηδυνήθη να περιστείλει την προς αιματοχυσία ορμήν στίφους παλληκαριών όπερ πολλοί εχθρικώς διακείμενοι προς τον Κολοκοτρώνην πρόκριτοι ηρέθιζον εναντίον των Αλβανών”.
Ο δε Γέρος του Μοριά γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Οι Αρβανίτες βγήκαν έξω, επήραν τον Κολιόπουλον, τον τράβηξαν κατά τον Μύτικα, έως 2.500… Επήρα τον Κολιόπουλον (σημ.: ένας από τους Ελληνες φυλακισμένους στην Τριπολιτσά) και τους έδωσα τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χριστάκη και Βασίλη Αλωνισθιώτη. Τον Κολιόπουλον τον ωρδίκασα (έβαλα) με 300 ανθρώπους να τους ξεβγάλει. Έτσι τους πήρε εις τα Καλάβρυτα και εις τη Βοστίτζαν».
Σχεδόν αλώβητοι έφυγαν οι Αλβανοί από την Τριπολιτσά
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναφέρεται στη σφαγή των αδελφών των Τούρκων Αλβανών στην Τριπολιτσά. Όπως είδαμε, κάποιοι λίγοι Αλβανοί σκοτώθηκαν από εξαγριωμένους Έλληνες μετά την αναχώρησή τους από την πόλη. Στη συνέχεια με τη μεσολάβηση του Κολοκοτρώνη έφτασαν σώοι και αβλαβείς στα χωριά τους. Ένα ακόμα ψέμα των Τούρκων καταρρίπτεται. Δυστυχώς η προκλητικότητά τους ξεπερνά πλέον κάθε όριο. Δεν αρκεί η ανασκευή και αποδόμηση των σαθρών ,έτσι κι αλλιώς, επιχειρημάτων τους. Χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση και εθνική ομοψυχία για να αντιμετωπίσουμε τυχόν περαιτέρω αποθράσυνση της γειτονικής χώρας που θα οδηγούσε σε πολύ σοβαρή κρίση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.