«Χρήσιμη» είναι σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, η λίστα με τις μεταρρυθμίσεις που έλαβε από τον Γιάνη Βαρουφάκη την Παρασκευή (06/03) ωστόσο, όπως τονίζει στην επιστολή-απάντηση που έστειλε στον Έλληνα ομόλογό του, χρειάζεται να ελεγχθούν εξονυχιστικά τα προτεινόμενα μέτρα από τους εκπροσώπους των πιστωτών της χώρας.
Εν όψει του αυριανού Eurogroup, το Reuters παρουσιάζει σε νέο δημοσίευμά του, την επιστολή Ντάισελμπλουμ σε Βαρουφάκη.
Χθες (07/03), ο κ. Βαρουφάκης ανέφερε από τη Βενετία -όπου συμμετείχε σε συνέδριο για το ενδεχόμενο διάλυσης της Ένωσης- ότι ο πρόεδρος του Eurogroup έχει απαντήσει στην επιστολή του, ωστόσο, δεν αποκάλυψε τι ακριβώς ανέφερε ο κ. Ντάισελμπλουμ, αν και αργά το απόγευμα του Σαββάτου, με έμμεσο τρόπο κυβερνητικές πηγές παραδέχονταν ότι με την επιστολή του, ο κ. Ντάισελμπλουμ θεωρεί ότι οι ελληνικές προτάσεις δεν είναι απολύτως προσδιορισμένες.
Σήμερα (08/03), το ειδησεογραφικό πρακτορείο δημοσιεύει την επιστολή, τονίζοντας πως ο χρόνος πιέζει την Ελλάδα, «η οποία κινδυνεύει να ξεμείνει από ρευστότητα στο τέλος του μήνα».
«Αυτό το έγγραφο θα είναι χρήσιμο κατά τη διαδικασία προσδιορισμού της πρώτης λίστας μεταρρυθμιστικών μέτρων», αναφέρει ο πρόεδρος του Eurogroup, τονίζοντας πως οι προτάσεις που περιγράφονται στην επιστολή «θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συζητηθούν περαιτέρω με τους θεσμούς».
«Επιτρέψτε μου επίσης να διευκρινίσω ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας αξιολόγησης, οι θεσμοί θα πρέπει να αποκτήσουν μια ευρεία εικόνα που να καλύπτει όλους τους τομείς πολιτικής. Έχουμε συμφωνήσει ότι οι συζητήσεις με τους θεσμούς θα λάβουν χώρα στις Βρυξέλλες και ότι οι τεχνικής φύσης εργασίες για την υποστήριξη αυτής της διαδικασίας θα γίνει στην Αθήνα», σημειώνει.
Όπως τονίζει το Reuters, οι παραπάνω αναφορές του κ. Ντάισελμπλουμ αφορούν στα σχέδια της νέας ελληνικής κυβέρνησης να αντικαταστήσει ορισμένα από τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης που συμφωνήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση με διαφορετικές μεταρρυθμίσεις.
Επίσης, ο κ. Ντάισελμπλουμ στην επιστολή του ενθαρρύνει την ελληνική κυβέρνηση να εργαστεί σε στενή συνεργασία με τους θεσμούς, «με σκοπό να επιτευχθεί μια γρήγορη και επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης».