Η εγκαθίδρυση Μητσοτάκη στο χώρο του μετριοπαθούς Κέντρου οδηγεί τον Τσίπρα σε μικροπολιτικές κοκορομαχίες

Η από καιρό κλιμακούμενη εγκαθίδρυση του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του Κέντρου, εκεί που ουσιαστικά ανήκει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών – και η συντριπτική αποδοχή της συμπεριφοράς του και της πολιτικής του σε αυτή την ξαφνική υγειονομική και πολιτική κρίση – τον καθιερώνει στην εκτίμηση των πολιτών που προσβλέπουν σε ένα ήρεμο (επιτέλους) πολιτικό κλίμα και σε οργανωμένη και σοβαρή (επαγγελματική) δουλειά για να ορθοποδήσει η χώρα, μετά από την καταιγίδα της πανδημίας που μας πήγε πίσω.

Ο πρωθυπουργός δείχνει να έχει αποφασίσει να μην αποδεχτεί εισηγήσεις κάποιων συνεργατών του, που επιθυμούν να “αξιοποιήσουν” το σημερινό δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ για να ” καθαρίσουν” (με διπλές εκλογές) το πρόβλημα της Αναλογικής και να δώσουν στην κυβέρνηση άνετο χρόνο πενταετίας. Μια τέτοια ενέργεια μπορεί να είχε πρόσκαιρο  “πολιτικό” όφελος για το κυβερνών κόμμα, θα αποδυνάμωνε όμως τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει καλιεργήσει ο κ. Μητσοτάκης με τους πολίτες. Και θα σκίαζε ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία που έχει κατακτήσει – την τόσο χρήσιμη για την οικονομία και τη διαχείριση της κρίσης. Σε τέτοιες εποχές ένας ηγέτης οφείλει να υπερασπίζεται την Πολιτική έναντι του πολιτικού καιροσκοπισμού.

Απέναντι από τον πρωθυπουργό, ο Αλέξης Τσίπρας ακροβατεί, αναζητώντας πολιτική και αντιπολιτευτική ταυτότητα. Έτσι, μετά την μπόρα του κορωνοϊού που τον εγκλώβισε στην απραξία της “συναίνεσης”, φαίνεται ότι επιστρέφει θέτοντας και πάλι τις γνωστές “διαχωριστικές γραμμές” απέναντι στην κυβέρνηση (θυμηθείτε: “ή εμείς ή αυτοί“) και οργανώνοντας “ολομέτωπη επίθεση” με κύριο στόχο το αναβαθμισμένο σήμερα προφίλ του κ. Μητσοτάκη. Ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, δείχνει να αναζητά κοκορομαχίες για να υπάρξει πολιτικά.

[Απέναντι στην κυβέρνηση είναι και η Κυρία Γεννηματά, για τις θέσεις της οποίας θα τοποθετηθούμε όταν τις καταλάβουμε ].

Ο κ. Τσίπρας επιλέγει την επιστροφή στο λαϊκισμό. Επιδιώκει να οξύνει την αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση όχι υπηρετώντας την “αξιωματική” αντιπολίτευση ή παρουσιάζοντας μια φερέγγυα πρόταση. Αλλά επιδιώκοντας να κερδίσει λίγο δημοσκοπικό χώρο, “ποντάροντας” στους κοινούς φόβους του κόσμου (όπως π.χ. εκφράζονται με το άνοιγμα των σχολείων) ή  αναδεικνύοντας την αγωνία των εργαζομένων για τη δουλειά τους στην παράταση της απρόσμενης κρίσης. Δεν απευθύνεται στη λογική του ατόμου αλλά στο συναίσθημα της μάζας. Η προπαγάνδα του παίρνει τη μορφή άγριας “αγκιτάτσιας“, με στόχο να ανατρέψει το συναινετικό κλίμα που γαλουχήθηκε στην περίοδο της έξαρσης της υγειονομικής κρίσης και να οξύνει τις παρορμήσεις όσων θεωρούν ότι και “πάλι, στο τέλος, θα βρεθούν με τους χαμένους”. Η έλλειψη λογικής των “επιχειρημάτων” του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται “στα χέρια του Αλέξη Τσίπρα” απόπειρα υποβολής των μαζών σε αναπόδεικτα “αξιώματα”, σε κούφια πολιτική συνθημάτων, τελικά σε αποδυνάμωση του ηθικού και της ελπίδας.

Πόσο αυτό θα αποδειχτεί αποτελεσματικό ή όχι, επαφίεται στον πατριωτισμό (και στην ατομική αξιοπρέπεια) των Ελλήνων. Η στάση Τσίπρα δείχνει όμως και την ουσιώδη διαφορά δύο συστημάτων που διαμορφώνονται στην κοινωνία και την πολιτική ζωή:

  • Από τη μιά, όσοι επιδιώκουν “λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά”. Η μεγάλη συμμαχία των πολιτών (ανήκουν σε όλες τις παρατάξεις) που θέλουν εκσυγχρονισμό του δημοσίου, λιγότερο κράτος στην οικονομία, πολιτικές ανάπτυξης, πέρα και έξω από τις γνωστές ιδεολογικές αγκυλώσεις, κομματικές ιδιοτέλειες και συναλλαγές, εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και στις αστείρευτες δυνατότητες της πρωτοβουλίας του, στήριξη των παραγωγικών δυνάμεων, προστασία της υγείας και της αξιοπρέπειας των πολλών και κυρίως των αδυνάτων, θωράκιση της κοινωνίας από τους “βαρόνους” της απληστίας, καταπολέμηση των ανισοτήτων που δημιουργούν τα κάθε είδους “κέντρα”, καρτέλ και η οικονομία της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
  • Και από την άλλη, όσοι υπερασπίζονται κατ’ επάγγελμα “τα δίκαια του λαού”, υποσχόμενοι όσα δεν μπορούν να εφαρμόσουν (θυμηθείτε: “με ένα νόμο και ένα άρθρο”, “δημοψήφισμα για να τελειώνουμε με τα μνημόνια”…) και κυρίως όσοι τροφοδοτούν τη δημόσια ζωή με τοξικότητα, όσοι υποδαυλίζουν, “στο όνομα του λαού”, την ανυπακοή σε ό,τι έχει να κάνει με το κανονικό, το δημιουργικό, το νέο . Οι κρατιστές (όλων των παρατάξεων), οι λαϊκιστές (που βρίσκονται κάτω από κάθε κομματική σημαία) οι νοσταλγοί της συναλλαγής (που πάνε παντού) και οι θιασώτες της μικροπολιτικής ιδιοτέλειας (που αναζητούν ρόλους στις εξελίξεις)

***

Ένα από τα αγαπημένα συνθήματα της Δημοκρατικής Νεολαίας στη δεκαετία του ’60 ήταν: “το μεγαλύτερο σκοτάδι είναι λίγο πριν ξημερώσει“. Σε μια τέτοια περίοδο φαίνεται ότι ζούμε και τώρα, με την κατραπακιά του κορωνοϊού να μας έχει ζαλίσει, εκεί που πήγαμε να αναπνεύσουμε. Ψηλαφούμε στο σκοτάδι. Το αν θα “ξημερώσει”, θα φανεί και από τη στάση του πολιτικού κόσμου. Άν θα επιλέξει να βάλει την κομματική ιδιοτέλεια μπροστά από το συλλογικό συμφέρον. Αλλά και από τη στάση, την ατομική ευθύνη, του καθένα από εμάς.

πηγή: economico.gr