Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ήταν αυτός που απέρριψε, έπειτα από εισήγηση του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, το τελευταίο κείμενο που κατατέθηκε στο χθεσινοβραδινό Eurogroup και ζητούσε, μεταξύ άλλων, από την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί την ολοκλήρωση και παράταση του υφιστάμενου προγράμματος με τροποποιήσεις, που πρότεινε η Αθήνα.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ένα άλλο κείμενο, περισσότερο συμβιβαστικό, απορρίφθηκε από τον γερμανό Υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε και στη συνέχεια ακολούθησε ένα έντονο παιχνίδι τακτικής και εντυπώσεων, με την κατάθεση και άλλων κειμένων που δεν είχαν ευτυχή κατάληξη.
Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα παρουσιάσει αναλυτικά τις θέσεις του και θα αιτιολογήσει την άρνησή του να αποδεχθεί τα κείμενα που κατατέθηκαν στο Eurogroup, θα ζητήσει ευρύτερες συναινέσεις και αναμένεται να επαναλάβει ότι για τον ίδιον και την κυβέρνησή του, το πρόγραμμα δεν υπάρχει και απαιτείται ένα νέο πρόγραμμα.
Το χρονικό των διαπραγματεύσεων περιελάμβανε έντονη εναλλαγή θέσεων και απόψεων, ενίοτε έντονα αντιπαρατιθέμενων.
Η Αθήνα παρουσίασε τις θέσεις της για ένα πρόγραμμα-γέφυρα, στο οποίο εμμένει η ελληνική κυβέρνηση και το κατέθεσε στη χθεσινή συνεδρίαση. Πριν τη συνεδρίαση, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, σε καλό κλίμα.
Συναντήσεις πραγματοποιούνταν σε πολλά επίπεδα και κατά τη διάρκεια του Eurogroup. Σε όλες τις συναντήσεις αναζητούνταν τρόποι και διατυπώσεις, που δεν θα επιδέχονται αμφισβήτηση για την εξεύρεση λύσης.
Κατά την πολύωρη συνεδρίαση του Eurogroup διατυπώθηκαν διαφορετικές θέσεις, ανέφεραν οι ίδιες πηγές, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα τη στήριξη που πρόσφεραν στην Ελλάδα η Γαλλία και η Ιταλία, ενώ στο αντίπαλο στρατόπεδο βρέθηκαν οι ανατολικές χώρες, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, κυρίως, όμως, η Γερμανία που απαιτούσε να κλείσει το υφιστάμενο πρόγραμμα -και η αξιολόγηση- και να συνεχιστεί μέσα από μια νέα συμφωνία.
Στη συνεδρίαση, η ελληνική πλευρά είπε πως πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία-γέφυρα, που θα είναι μεταβατική συμφωνία, την οποία έχει ανάγκη η Ελλάδα, καθώς θεωρεί ότι το παλιό πρόγραμμα έχει τελειώσει και απαιτείται μια μεταβατική συμφωνία με τετραετή ορίζοντα.
Όπως ανέφεραν κυβερνητικές πηγές η ελληνική αντιπροσωπεία πρότεινε:
1. Την εξασφάλιση χρηματοδότησης, χωρίς τη δόση του ΕSM δηλαδή τα 7,5 δισ. ευρώ.
2. Να δοθούν στην Ελλάδα τα 1,9 δισ. από τα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα.
3. Να αυξηθεί το όριο έκδοσης των εντόκων κατά δέκα δισ.
4. Τα 11,4 δισ. του ΤΧΣ να κατευθυνθούν προς εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος για ρύθμιση «κόκκινων» δανείων.
Επίσης, πρότεινε να υπάρξει εξορθολογισμός του δημοσιονομικού πλαισίου, ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα να ανέλθει στο 1,5 % του ΑΕΠ.
Εξάλλου, η ελληνική πλευρά προτείνει ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που έχει κοινά σημεία αναφοράς με τους εταίρους και αφορά το φορολογικό σύστημα, το περιουσιολόγιο, την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, διαγωνισμούς για δανειοδοτήσεις ΜΜΕ κλπ.
Η κυβέρνηση διευκρίνισε ότι άλλα ζητήματα, όπως εργασιακά και η ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης δεν μπαίνουν στη συζήτηση.