Πριν από ακριβώς τρία χρόνια, το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016, ο 35χρονος Μεχμέτ είχε πάρει άδεια και είχε πάει στο σπίτι των γονιών του σε επαρχία της Τουρκίας. Η σύζυγός του είχε μείνει πίσω στο σπίτι τους κοντά στη Σμύρνη. Από εκείνη έμαθε για το πραξικόπημα.
της Μαριάννας Κακαουνάκη
«Ηταν ανήσυχη, μου είπε να ανοίξω την τηλεόραση. Εγώ προσπάθησα να την καθησυχάσω. Της είπα να πέσει για ύπνο και πως το πρωί θα μαθαίναμε περισσότερα». Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως εκείνη η νύχτα θα άλλαζε για πάντα τη ζωή τους. Ως γκιουλενιστής, εκείνος θα απολυόταν με συνοπτικές διαδικασίες από το νοσοκομείο όπου δούλευε ως παθολόγος, η σύζυγος –καθηγήτρια πληροφορικής– θα έμπαινε για έξι μήνες φυλακή. Θα άφηναν πίσω τα πάντα και με μια τσάντα στον ώμο θα περνούσαν τα σύνορα σαν φυγάδες.
Σήμερα, κάθεται απέναντί μου, μιλώντας σπαστά ελληνικά. Παρότι ονειρεύεται πως μια μέρα θα ξαναγυρίσει στην Τουρκία, δηλώνει πως εδώ, στην Αθήνα, νιώθει πλέον σαν στο σπίτι του. «Υπάρχουν εκατοντάδες οικογένειες σαν τη δική μου», λέει στην «Κ». Το ξέρει καλά γιατί εθελοντικά βοηθάει ως γιατρός της κοινότητας που έχει δημιουργηθεί. «Είναι σημαντικό για όποιον αναγκάζεται να έρθει, να ξέρει πως υπάρχει ένα δίκτυο υποστήριξης», εξηγεί. Δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή, αλλά υπολογίζεται πως σήμερα τουλάχιστον 3.000 Τούρκοι βρίσκονται στην Ελλάδα. Τρία χρόνια μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, μιλήσαμε με πολλές από αυτές τις οικογένειες για τις δυσκολίες του να ξεκινάς σε μια ξένη χώρα από το μηδέν αλλά και τη ζωή που προσπαθούν να φτιάξουν εδώ στην Ελλάδα.
Το ξεκίνημα
Πέντε χιλιάδες ευρώ είχε κοστίσει στον Μεχμέτ και τη σύζυγό του το πέρασμα στον Εβρο. Οταν έφτασαν, ένιωσαν και οι δυο ανακούφιση και ασφάλεια. Βασικά, ένιωσαν ελεύθεροι. Αλλαξαν γρήγορα, έβαλαν καθαρά ρούχα και περπάτησαν μέχρι τη στάση λεωφορείου που τους είχαν υποδείξει. Εφτασαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί με τρένο στην Αθήνα. Με μια διεύθυνση στο χέρι βρήκαν το διαμέρισμα του μοναδικού φίλου που είχαν εδώ. Η συνέντευξη για άσυλο προγραμματίστηκε 13 μήνες αργότερα, ο Μεχμέτ δεν ήθελε να φύγουν για άλλη χώρα με πλαστά χαρτιά, οπότε ξεκίνησαν να ψάχνουν για σπίτι. Οι πιστωτικές του κάρτες ήταν ακυρωμένες αλλά ήταν τυχερός, γιατί ο αδερφός του που ζει στην Αμερική έκλεισε μέσω Ιντερνετ ένα μικρό διαμέρισμα για δύο μήνες έως ότου βρεθεί κάτι μόνιμο. Ηξερε πως η αναζήτηση θα έπαιρνε χρόνο.
Ενας άλλος Τούρκος, ο Ισμαήλ, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος υπουργείου, επίσης διωκόμενος, είχε διαπιστώσει πόσο δύσκολο είναι για τους συμπατριώτες του να βρουν στέγη και είχε ζητήσει από μια Ελληνίδα που είχε γνωρίσει, να τους βοηθήσει – θα της έδιναν 100 ευρώ για κάθε σπίτι που έκλεινε και το πλάνο ήταν πως σε αυτά θα μπορούσαν να μένουν οι οικογένειες για το πρώτο διάστημα. Εκείνη δέχθηκε αλλά όταν άκουσε τις ιστορίες τους, αρνήθηκε τα χρήματα. Στην πορεία χρειάστηκαν πολλές φορές τη βοήθειά της. Κυρίως όταν δεν δέχονταν κάποιο παιδί στο σχολείο. Ζητούσαν συμβόλαια σπιτιού και πολλά άλλα δικαιολογητικά και εκείνη τους εξηγούσε πως βάσει νόμου είχαν υποχρέωση να τα δεχθούν. Δεν θα ξεχάσει το κορίτσι που για μια εβδομάδα πήγαινε στο σχολείο με την τσάντα και κάθε ημέρα ο διευθυντής την έστελνε σπίτι με κάποια δικαιολογία. Με μεγάλη πίεση –και την απειλή πως θα δημοσιοποιούσε την ιστορία στα ΜΜΕ– το κορίτσι τελικά ξεκίνησε σχολείο. Υπάρχουν βέβαια και άλλες διαφορετικές ιστορίες, δασκάλων που εθελοντικά βοηθούσαν με ιδιαίτερα μαθήματα, ή ενός διευθυντή που βλέποντας ένα φοβισμένο 10χρονο αγόρι τύπωσε και κρέμασε στην τάξη φωτογραφίες του γηπέδου της Μπεσίκτας, αγαπημένης του ομάδας. Το αγόρι αυτό μαζί με τα δυο του αδέρφια είχε δει πίσω στην Τουρκία τους γονείς του να συλλαμβάνονται. Οταν ύστερα από μήνες εκείνοι αποφυλακίστηκαν, πούλησαν όλα τους τα υπάρχοντα και είπαν στα παιδιά τους πως θα πήγαιναν διακοπές στην Ελλάδα. Οταν περνούσαν τα σύνορα με τα πόδια, τους έλεγαν πως από το ταξιδιωτικό πρακτορείο τους είχαν κοροϊδέψει. «Μας κοιτούσαν σιωπηλοί, πιστεύω πως καταλάβαιναν τα πάντα», λέει ο Αμπντουλάχ, ο πατέρας των τριών παιδιών. Ειδικά το αγόρι τον ρωτάει συνεχώς πότε θα επιστρέψουν σπίτι, του λείπουν οι παππούδες, οι φίλοι, η ζωή που άφησαν πίσω. Το μικρότερο οκτάχρονο παιδί της οικογένειας είχε την πιο εύκολη προσαρμογή. Μιλάει πλέον με άνεση ελληνικά και συνήθως εκείνο μεταφράζει για όλη την οικογένεια. Εδώ και μήνες περιμένουν το ραντεβού για το άσυλο.
Η νέα δουλειά
Προγραμματίστηκε για τον Απρίλιο του 2021 στη Θεσσαλονίκη και ο Αμπντουλάχ βλέποντας πως οι αποταμιεύσεις τους δεν θα τους έφταναν, είχε ξεκινήσει αμέσως να ψάχνει για δουλειά. Πίσω στην Τουρκία ήταν καθηγητής Βιολογίας, σήμερα μαζί με έναν συμπατριώτη του αναλαμβάνουν ανακαινίσεις. Μου δείχνει με περηφάνια φωτογραφίες, το πριν και το μετά από τα σπίτια που έχει φτιάξει. Δεν μιλάει ελληνικά ούτε καλά αγγλικά, αλλά τα έχει καταφέρει χάρη σε έναν 80άρη γείτονα που μιλάει τουρκικά και έχει αναλάβει χρέη μεταφραστή. Τον αποκαλεί πατέρα.
Η μικρή Φατιμά στον Παρθενώνα.
Ο Μεχμέτ, παθολόγος στην Τουρκία, ξεκίνησε τη διαδικασία για αναγνώριση του πτυχίου του. Χωρίς βέβαια να μπορεί να ζητήσει από την πρεσβεία τα απαραίτητα έγγραφα, η διαδικασία είναι χρονοβόρος. Τώρα διαβάζει με την ελπίδα πως του χρόνου θα περάσει τις εξετάσεις. Παράλληλα, δούλευε σε ένα τηλεφωνικό κέντρο. Οι συνομιλητές του στην Τουρκία δεν γνώριζαν πως το τεχνικό πρόβλημα του κινητού τους το έλυνε ένας διωκόμενος στην Αθήνα.
Ο Ισμαήλ ταξίδεψε στην Πελοπόννησο για να δει μήπως θα μπορούσε να εξάγει λάδι στη Γερμανία, όπου βρίσκεται η οικογένειά του. Δύο γυναίκες που φτιάχνουν καταπληκτικό μπακλαβά και ντολμαδάκια σκέφτονται μήπως ανοίξουν μια συνεταιριστική καντίνα. Αλλοι μαθαίνουν μια καινούργια τέχνη: ραπτική, κομμωτική, ηλεκτρολογικά, σχεδόν όλοι κάνουν μαθήματα ελληνικών. «Εχουμε πολλές ωραίες ιδέες, αλλά κάπου κολλάμε στη γραφειοκρατία», εξηγεί ο Ισμαήλ. Κάπως έτσι υπήρχε η ιδέα να δημιουργηθεί μια ΜΚΟ που θα βοηθούσε στην προσαρμογή αλλά και σε όποια θέματα προέκυπταν. Θα ήταν παράρτημα της «Time to help», μιας οργάνωσης με δεσμούς με το κίνημα του Γκιουλέν που ήδη χρηματοδοτεί την κοινότητα στην Ελλάδα. Η διαδικασία, όμως, «πάγωσε». Ανεπίσημα του είπαν πως κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει να βοηθάνε τους συμπατριώτες τους, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να πάρει επίσημη μορφή.
Ο φόβος της επαναπροώθησης
Αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν νέες αφίξεις. Εχει ακουστεί πως τους τελευταίους μήνες έγιναν επαναπροωθήσεις (90 ατόμων) από την Ελλάδα στην Τουρκία και κανείς δεν το διακινδυνεύει. Οσοι είναι εδώ έχουν επίσης αναστατωθεί. Οι περισσότεροι ζήτησαν να μην δημοσιευτούν τα πραγματικά τους ονόματα. Νιώθουν πως ίσως δεν θα έπρεπε να τραβούν την προσοχή, πως πρέπει να παραμείνουν αόρατοι. Συνεχίζουν βέβαια να μαζεύονται στα σπίτια ο ένας του άλλου, στο μαγαζί με δώρα που έχει φτιάξει ο Χακάν στην Πλάκα για τσάι ή στο εστιατόριο του Εσμέκ για φαγητό. Εχουν δημιουργηθεί παρέες, ακόμα και ζευγάρια. Στις 6 Ιανουαρίου, σε ένα από τα σπίτια γιόρτασαν τους αρραβώνες της Μπετούκ και του Ιχσάν, δύο νέων Τούρκων που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν εδώ, στην Αθήνα. Ηταν μια πραγματικά χαρούμενη ημέρα. «Αυτό που έχουμε όλοι ανάγκη είναι μέσα σε αυτή τη λίμπο που βρισκόμαστε να ζούμε κάποιες στιγμές κανονικότητας», εξηγεί ο Ισμαήλ. Γι’ αυτό και πέρυσι το καλοκαίρι κάποιος από την κοινότητα είχε την ιδέα να νοικιάσουν όλοι μαζί ένα εξοχικό. Πέρυσι στη Σαρωνίδα, φέτος κάπου κοντά στο αεροδρόμιο, υπάρχει ένα σπίτι όπου μπορούν να φάνε όλοι μαζί, τα παιδιά να παίξουν και να κολυμπήσουν στην πισίνα. Εστω και για λίγες ώρες περνούν ξέγνοιαστα. Και κάπως έτσι κυλούν οι εβδομάδες και οι μήνες, για κάποιους ήδη τα χρόνια στην Ελλάδα. Παρά τις πολλές δυσκολίες, η ζωή αναγκαστικά συνεχίζεται
Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής