Η θρυλική ιστορία του Μεγάρου Μαξίμου και το τέχνασμα του Δημάρχου Κοτζιά το 1951, για να αποτραπεί η κατεδάφισή του!
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος*
Αναπόσπαστα συνδεδεμένο με σπουδαίες ιστορικές και πολιτισμικές μνήμες, δεσπόζει το Μέγαρο Μαξίμου – σήμερα πρωθυπουργική κατοικία – στην Ηρώδου Αττικού, υπομνίζο-ντας την παλιά αισθητική ταυτότητα της Αθήνας, με τα ατίμητα νεοκλασικά της κτίρια, του Τσίλερ, του Κλεάνθη, του Μεταξά, του Καυτατζόγλου και άλλων μεγάλων μας αριχτεκτό-νων, μεγάλα γεγονότα και δη εθνικά στην ιστορική μας εκπόρευση, αλλά και την τρικυμιώ-δη του πορεία, αφού πολλές φορές το μέγαρο φλερτάρισε με τον «θάνατο» – κατεδάφιση και γλύτωσε ως εκ θαύματος την τελευταία στιγμή. Αλλά ας πάρουμε την ιστορία του από την αρχή. Το μέγαρο ανήκε ιδιοκτησιακά στον τ. πρωθυπουργό και διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Δημήτριο Μάξιμο, επακριβώς στην γυναίκα του και απο αυτήν το αγόρασε το ελληνικό δημόσιο το 1952, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως ξενώνα, για υψηλούς προσκεκλημένους της χώρας, πρωθυπουργούς, βασιλείς, αυτοκράτορες κ.α. Μάλιστα τον πρώτο καιρό που περιήλθε στο δημόσιο, δεν υπέστη σοβαρές αλλαγές στην αισθητική του. Στο απέραντο χόλ του, με τις χαρακτηριστικές ασπρόμαυρες πλάκες, υπήρχαν ορισμένα στασίδια, που παρέπεμπαν σε μοναστηριακό περιβάλλον. Υπήρχαν αρκετά κηροπήγια κρεμασμένα στους τοίχους και τα έπιπλα ήταν κατασκευασμένα από μαύρο ξύλο. Ο κάτω όροφος περιελάμβανε δυο σαλόνια και ένα μεγάλο γραφείο, που επικοινωνούσαν με την τραπεζαρία, αλλά και ένα υπνοδωμάτιο με το βεστιάριο. Στον επάνω όροφο του οικοδομή-ματος, που είχε χτιστεί το 1923-24 σε σχέδια του διακεκριμένου Αρχιτέκτονα Αναστασίου Χέλμη – και όχι του Αναστασίου Μεταξά, όπως πολλές πηγές εσφαλμένα, αναφέρουν και σήμερα – υπήρχε ένα πελώριο δωμάτιο που οδηγούσε στην ηλιόφωτη βεράντα, καθώς και πολλοί διάδρομοι. Από απόψεως αισθητικής τεχνοτροπίας, δέσποζαν στο μέγαρο, ο απλός δωρικός ρυθμός, με την αναγεννησιακή ατμόσφαιρα, της πρώτης περιόδου.
Ωστόσο το πανέμορφο αυτό καλλιμάρμαρο κτίριο, το 1951 γλύτωσε την κατεδάφιση παρά τρίχα. Ήδη το Νοέμβριο του 1951, ένα δημοσίευμα στα «Νέα», που το υπέγραφε ο διακεκριμένος δημοσιογράφος και λόγιος Βασίλης Ηλιάδης, πάγωσε την καρδιά των Αθηναίων. Προμετωπίδα του κειμένου «Γκρεμίζεται το ωραιότερο σπίτι της Αθήνας για να γίνει πολυκατοικία» ! Το κείμενο ήταν πολύ συγκινητικό και προξενούσε έξαρση στους αναγνώστες, αφού αναφέρονταν στο μοναδικό τοπίο του χώρου, που είχε χτιστεί το σπίτι είκοσι χρόνια ενωρίτερα, επι των οδών Ηρώδου Αττικού και Διοχάρους, κάνοντας μνεία, σε όλα τα φυσικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία, που κοσμούσαν τον περιβάλλοντα με το μέγαρο χώρο. ‘Έγραφε ο Ηλιάδης «Η λεωφόρος Ηρώδου Αττικού με τις πυκνές πιπεριές της παρουσίαζε ένα ρομαντισμόν ανάμικτον με μια αριστοκρατική λεπτότητα και ευγένεια. Σειρά ολόκληρη από παλιά αρχοντόσπιτα, που εγειτόνευαν με τον απέναντι εθνικό κήπο. Το Αμαλίειο Ορφανοτροφείον ύψωνε και άπλωνε το ανάστημά και τον όγκο του σε ολόκληρο το τετράγωνο επι της οδού Λυκείου και της οδού Διοχάρους. …». Και για τον αύλειο χώρο του νεόδμητου στην εποχή του Μεγάρου Μαξίμου : «… Εφούντωσαν ωραίες τριανταφυλ-λιές, ετίναξαν τους ανθισμένους κορμούς τους ένα πλήθος νερατζιές και λεμονιές, απλώθηκε η χλόη κεντημένη με λεπτότητα, με τα πιο λεπτά ποικιλόχρωμα τραγούδια, υψώθηκαν ολοπράσινες αυλαίες στα σιδηρόφρακτα κιγκλιδώματα του ανθισμένου περίβολου και οι τέσσερις εποχές του έτους εύρισκαν το καλλίτερο και πλέον φιλόξενο σημείο, για να εκδηλωθούν και να χαιρετίσουν τον κόσμο..,». Ο Ηλιάδης ανέφερε την μεγάλη είδηση της κατεδάφισης «Πρόκειται κατ΄αυτάς να κατεδαφισθή. Και στον χώρο αυτό να ανεγερθή πολυκατοικία».
Συνάμα στην αποτύπωση της ιστορίας του κτιρίου, αναφέρονταν ότι διασταυρώθηκε με όλη την αθηναϊκή αριστοκρατία και ότι διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην γερμανική κατοχή, αφού εγκατεστάθη σε αυτό, το ναυτικό γερμανικό επιτελείο. Και συνεχίζει ο δημοσιογράφος: «Η βαρβαρότης του ξένου κατακτητού εσεβάσθη, την αρχιτεκτονική λεπτότητα και το αριστοκρατικό περιεχόμενό του. Εβεβηλώθη όμως με την εγκατάσταση του ναυτικού γερμανικού επιτελείου. Η σημαία με το μαύρο αγκυλωτό σταυρό, ανυψώθη εις το κοντό, όπου εκυμάτιζε συνήθως η γαλανόλευκος. Επι δυο ολόκληρα χρόνια η γερμανική μπότα βροντούσε επάνω στα λεπτά μάρμαρα και ορμούσαν απ΄ το γκαράζ του τα γερμανικά αυτοκίνητα. …». Την 11 Οκτωβρίου όμως με την αποχώρηση των γερμανών το μέγαρο Μαξίμου ήταν και πάλι «ελεύθερο», «ελληνικό». Ωστόσο η μοίρα τώρα του περικαλλούς κτιρίου, ήταν να φιλοξενήσει τον αμερικανό πρέσβη. Γεγονός για το οποίο ο Ηλιάδης σημειώνει «Η γαλανόλευκος ανυψώθη και πάλιν εις τον κοντόν του σπιτιού δια να την διαδεχθή η φιλική αστεροέσσα». Πάραυτα δυο χρόνια μετά την φιλοξενία των αμερικανών πρεσβευτών Γκραίηντυ και του διαδόχου του Πιουριφόυ – που θα εγκαθίστατο στο μόνιμο μέγαρο του αμερικανού πρεσβευτού – το μέγαρο παραμένει κλειστό, φλερτάροντας με την κατεδάφισή του, κατ΄ επιλογήν του ιδιοκτήτου του Δημητρίου Μαξίμου, για να χτιστεί όπως διαιφαίνετο η προσοδοφόρος πολυκατοικία ! Κανείς από τους τακτικούς διαβάτες υπομνίζει ο Ηλιάδης, δεν υποπτεύεται το ανοσιούργημα που πάει να συντελεσθεί με την ανέγερση πολυκατοικίας, αντί το κτίριο να χρησιμοποιηθεί, για την στέγαση της αναζητούσας τότε στέγη Εθνικής Πινακοθήκης, ή ως Μουσείο», όπως θα έκανε λέει ο Ηλιάδης, οποιοδήποτε άλλο πολιτισμένο κράτος, ασχέτως της οικονομικής του κατάστασης. Και με συγκινησιακό τώρα ύφος ο δημοσιογράφος «Και σταματούν οι γνώριμοι αυτοί παλαιοί διαβάτες του για να χαρούν το θαύμα της φθινοπωρινής γαζίας του και να απολαύσουν το ωραίο όραμα μιας λαϊκής οικοδομής, μέσα εις το πλαίσιο μιας ολοπράσινης ανθισμένης διακοσμήσεως».
Στην μάχη όμως της αποτροπής της ειδεχθούς κατεδάφισης του Μεγάρου Μαξίμου, μπαίνει και η δυναμική τότε Ελένη Βλάχου – η απαράμιλλη «Μπερλίνα», που είχε κληρονομήσει την «Καθημερινή», από τον πατέρα της, κραταιό δημοσιογράφο «ΓΑΒ», Γεώργιο Αγγέλου Βλάχο – που φλόγιζε με τα πύρινα άρθρα της, την ελληνική κοινωνία και καταγγέλλει την αποκαρδιωτική αδιαφορία όλων των θεσμικών και μεγαλοπαραγόντων της αθηναϊκής κοινωνίας για το Μέγαρο. Κανένας δεν αγαπάει την Αθήνα έλεγε στο κεντρικό πρωτοσέλιδο άρθρο της, «Κανένας από τους μεγάλους, τους σπουδαίους, τους επισήμους, τους υψηλούς, κανένας από όσους έχουν την δυνατότητα να την προστατεύσουν, κανένας από όσους ασχολούνται δήθεν με τον εξωραϊσμό της, την εξέλιξη, την πολιτισμένη εμφάνισή της». Επίσης εστίαζε στο ότι «μέσα στην Αθήνα, που φημιζόταν τότε παγκοσμίως για τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά της τερατουργήματα, το λευκό αυτό καλλίγραμο σπίτι, ξεχωρίζει σαν ένα πολύτιμο έργο τέχνης. Ενώ υπεδείκνυε και την εναλλακτική χρήση του μεγάρου, για να στεγαστεί η Εθνική Πινακοθήκη (δεν υφίστατο τότε η σημερινή στέγη της) «για να μπορούν πολλά από τα κειμήλια Τέχνης των νεωτέρων χρόνων, να τα δούν οι Έλληνες, αλλά και οι ξένοι που επισκέπτονται την χώρα μας». Στο ίδιο μήκος αντίδρασης για την κατεδάφιση, άλλη εφημερίδα έγραφε σκωπτικά : «δικαίωμα του κ-ου Μαξίμου αναφαίρετον είναι να γκρεμίσει το ωραιότατο ιδιόκτητο σπίτι του στην οδό της Ηρώδου Αττικού και να το μετατρέψει εις προσοδοφόρον πολυκατοικίαν. Αλλά και δικαίωμα όλων των Αθηναίων είναι να δυσφορούν και να κακίζουν την απόφασιν του βαθύπλουτου τραπεζίτου, ν’ αποστερήση την ελληνικήν πρωτεύουσαν από ένα αισθητικότατον οικοδόμημα, που απέσπα τα θαυμαστικά επιφωνήματα των εντοπίων και ξένων διαβατών και επισκεπτών του».
Άλλα επίσης δημοσιεύματα καταχερίζανε τον Δημήτριο Μάξιμο, για την στυγνή οικονομικίστικη συμπεριφορά του. Ήτοι: «Ο κ. Μάξιμος εννοεί ν΄ αξιοποιήσει το προνομιούχον οικόπεδόν του. Δεν ακούει τίποτε. Φιλοδοξεί ν΄ απέλθη από τον κόσμον τούτον από το υψηλότατον ρετιρέ μιας μοντέρνας οικοδομής. Το κλασικής λιτότητος περιστύλιον του σημερινού σπιτιού του εστάθη πολύ στενόν για την δίοδόν του προς το υπερπέραν» !!! Όμως στο αλγεινό σκηνικό που έχει δημιουργηθεί για το μέγαρο Μαξίμου, μπαίνει για να το προστατεύσει δυναμικά και ο Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς. Συναντάται με τον Μάξιμο και προσπαθεί να τον μεταπείσει. Συμφωνούν τελικά να ξανασυναντηθούν μετά από δέκα ημέρες, ώστε να μπορέσει ο Δήμος Αθηναίων, να εξεύρει τα χρήματα εξαγοράς του μεγάρου. Σε δήλωσή του στην «Ακρόπολη» της 15-ης Νοεμβρίου του 1951, ο Δήμαρχος δηλώνει, ότι έχουν αλλάξει θεαματικά τα δεδομένα ως προς τις αξιώσεις του Μαξίμου, αφού δεν θα μπορούσαν ποτέ ούτε το κράτος, ούτε και ο Δήμος, να συζητήσουν επάνω «εις τα Ιμαλάια των 110.000 χρυσών λιρών, που είχαν άλλοτε προσφερθή από την οικογένειαν Βενιζέλου». Ο Κοτζιάς μάλιστα προσπάθησε και χαριτολογώντας να εγγίσει τις ευαίσθητες χορδές του Μαξίμου και να τον υποκινήσει να δωρήσει το μέγαρο στο Δήμο λέγοντάς του «πρέπει να σας πω κάτι, αλλά βλέπω την πόρτα κλειστή και δεν ξέρω πως θα φύγω» !!! Προκειμένου μάλιστα και στην νέα κατά πολύ χαμηλότερη – αλλά πάντα πολύ υψηλή τιμή πώλησης – να ανταπεξέλθει ο δραστήριος Δήμαρχος Κοτζιάς, αποτάθηκε στον τότε υπουρ-γό Παιδείας Ι. Μιχαήλ και του ζήτησε βοήθεια. Ακολούθως από τους Διοικητές Τραπεζών Εθνικής και Ελλάδος, από το Τεχνικό Επιμελητήριο, αλλά και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτε-χνείο, κηρύσσοντας πανστρατιά, για να αποτραπεί η κατεδάφιση του καλλιμάρμαρου μεγάρου Μαξίμου. Και μηχανεύτηκε εν τέλει το εξής τέχνασμα. Κατά την διάρκεια του Δημοτικού Συμβουλίου της 21-ης Νοεμβρίου 1951, παρακάλεσε να εγκριθούν τα παρακάτω : «Η εκ δημοτικών συμβούλων επιτροπή του Σχεδίου Πόλεως να συνέλθει εκτάκτως και σε ειδική συνεδρίαση ν΄ αποφασίσει την μετατροπή του Σχεδίου Πόλεως με χαρακτηρισμό ως κοινοχρήστου χώρου, ολοκλήρου της ιδιοκτησίας Μαξίμου. Επίσης το Συμβούλιο εγκρίνο-ντας αμέσως την πράξη της Επιτροπής του Σχεδίου Πόλεως αποφασίσει την απαλλοτρίωση της εν λόγω ιδιοκτησίας, η τιμή της οποίας θα καθορίζετο από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών». Μ αυτή την μεθόδευση-απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, θα ικανοποιείτο και ο Μάξιμος, που θα ελάμβανε μια δίκαια αποζημίωση, αλλά και θα εδίδετο ο απαραίτητος χρόνος, για να εξευρεθεί το ποσό της εξαγοράς του μεγάρου. Και το Δημοτικό Συμβούλιο σύσσωμο, απεδέχθη και υλοποίησε την πρόταση του δαιμόνιου Δημάρχου – αλλά και αμφιλεγόμενου για τις φιλομοναρχικές του τάσεις – Κώστα Κοτζιά ! Μερικές μέρες αργότε-ρα κυκλοφόρησε μια φήμη, η οποία εκρίθη αβάσιμος, ότι το υπουργικό συμβούλιο προσανατολίζονταν, στο να χρησιμοποιείται το μέγαρο Μαξίμου, ως κατοικία του εκάστοτε πρωθυπουργού, ότι δηλαδή συμβαίνει στις μέρες μας. Τελικά ακόμα μερικές μέρες υστερότερα, γνωστοποιήθηκε ότι ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας, είχε δώσει οδηγία στον τότε υφυπουργό Παιδείας Ευάγγελο Αβέρωφ, να χαρακτηριστεί από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου το Μέγαρο Μαξίμου, ως «κειμήλιον νεοελληνικής τέχνης» και συνεπώς να παρεμποδιστεί νομοθετικά, η πώληση και κατεδάφισή του.
Αλλά και ο ίδιος ιδιοκτήτης Δημήτριος Μάξιμος, ακούγοντας την κλαγγή των καιρών και την μήνη της κοινωνίας εναντίον του, είχε υποχωρήσει θεαματικά από τις αρχές αξιώσεις του, το ποσό δηλαδή των 110.000 χρυσών λιρών, που είχε προσφέρει η οικογένεια Βενιζέ-λου. Τώρα πλέον, κάτι που εξάλλου δήλωνε και στις εφημερίδες, με 35.000 χρυσές λίρες θα πωλούσε το ιστορικό μέγαρο Μαξίμου. Εν τέλει το 1952 το ελληνικό κράτος αγόρα-σε το μέγαρο, προκειμένου να το χρησιμοποιεί ως επίσημο ξενώνα. Από τους πρώτους υψηλούς προσκεκλημένους που υπεδέχθη το ιστορικό Μέγαρο ήσαν, ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, ο τούρκος Πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ντέ Γκάσπε-ρι, ο βασιλιάς του Ιράκ Φεϊζάλ, ο Καγκελάριος της Δυτικής – προ ένωσης Γερμανίας – Κόνραντ Αντενάουερ κ.α. Το μέγαρο μετά την αρχική του λειτουργία από το δημόσιο ως ξενώνας, θα μείνει για αρκετό διάστημα κλειστό και θα ξανανοίξει τις φιλόξενες πόρτες του το 1954, για να υποδεχθεί τώρα τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας στρατάρχη Τίτο και κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, που το είχαν καταστήσει φρούριο. Σχετικά με τα έξοδα λειτουργίας του, το μέγαρο δεν ήταν δαπανηρό. Την εποχή εκείνη για την λειτουργία του απαιτούσε περί τις 10.000 δρχ μηνιαίως. Μισθοδοτούσε έναν κηπουρό, έναν καμαριέρη, έναν θαλαμηπόλο και έναν διευθυντή. Βεβαίως όταν υποδέχονταν έναν επίσημο απαιτού-νταν μερικά επιπρόσθετα έξοδα, για μια στοιχειώδη διακόσμηση με λουλούδια, αλλά και ένα πρωινό, τα οποία τον καιρό εκείνο τα κατέβαλε το υπουργείο Εξωτερικών.
Περαίνοντας την εξιστόρηση του βίου, του θρυλικού Μεγάρου Μαξίμου, αναφέρουμε μερικά στοιχεία και για τον ιδιοκτήτη του Δημήτριο Μάξιμο, τ. πρωθυπουργό, που είχε προξενήσει το μίσος της κοινωνίας, με την πρόθεσή του, να γκρεμίσει το καλλιμάρμαρο αυτό νεοκλασικό κτίριο και να ανεγείρει πολυκατοικία. Κατήγετο από την Πάτρα. Το 1891 είχε προσληφθεί στην Εθνική Τράπεζα και διήνυσε σε αυτήν μια μακρά πορεία, φθάνοντας το 1914 στην θέση του υποδιοικητή και το 1921-23 στην θέση του διοικητή της τραπέζης. Στα 1933 εξελέγη Γερουσιαστής αριστίνδην και ανέλαβε τον θώκο του υπουργείου εξωτερικών. Μεταπολεμικά το 1947, ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός, με υπουργούς τους : Σοφοκλή Βενιζέλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Γεώργιο Παπανδρέου και Κωνσταντίνο Τσλδάρη. Αυτή ήταν εν σπέρματι η ιστορία του αρχιτεκτονικού αυτού στολιδιού της Αθήνας μας, που γλύτωσε πολλές φορές τον «θάνατο» από την ανθρώπινη απληστία, για να φιλοξενεί τις τελευταίες δεκαετίες τους πρωθυπουργούς της Ελλάδος και να μας υπομνίζει πάντα μύριες γλυκές και πικρές συνάμα αναμνήσεις !!!
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
Πηγή: www.panosavramopoulos.blogspot.gr